Πρόκειται για περίεργα και αλλόκοτα όντα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενοχλούν κατά τις νύχτες τους ανθρώπους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές «τα νερά είναι αβάφτιστα» και οι Kαλλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος.
Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Οι Kαλλικάντζαροι είναι μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε τόπο, και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρω από αυτούς.
Είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα, όπως «Καλλικάντζαροι» (πανελλαδική κοινή ονομασία), «καλλικαντζαραίοι», «καρκάντζαλοι», «καρκάντζαροι», «λυκοκάντζαροι», «καλκατζόνια», «καλκάνια», «καλιτσάντεροι», «σκαλικαντζέρια», «σκαντζάρια», «τζόγιες», «καλοκυράδες», «βερβελούδες», «κωλοβελόνηδες» κ.ά.
Οι Kαλλικάντζαροι δεν θα πρέπει να συγχέονται με άλλα «δαιμόνια» της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά που εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «παγανοί», «αερικά», «ξωτικά», «παρωρίτες», «τσιλικρωτά», «καλιοντζήδες», «πλανήταροι», «κατσιάδες», «κάηδες», «καλισπούδηδες», «καημπίλιδες», «σιβότες» και «σιφώτες», «χρυσαφεντάδες» και που γενικά εμφανίζονται και συμπεριφέρονται ως Καλλικάντζαροι.
Σύμφωνα με μια θεωρία οι Kαλλικάντζαροι προήλθαν από τους Κανθάρους. Κάνθαροι ή Kαλλικάντζαροι κατ' ευφημισμό ήταν βλαπτικά κολεόπτερα για τους αγρούς και για τ' αμπέλια. Ύστερα εμφανίστηκαν σαν δαιμόνια με μορφή κανθάρων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους οι μεταμφιεσμένοι και άλλα στοιχεία κυρίως παλαιά, προστέθηκαν και μεταπλάστηκαν στα σημερινά δαιμόνια, τους Kαλλικάντζαρους.
Άλλη θεωρία υποστηρίζει την άποψη πως οι Kαλλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες κήρες δηλ. τις ψυχές των νεκρών. Σύμφωνα με άλλους οι Kαλλικάντζαροι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους ελληνικούς Σατύρους.
Υπάρχει κι άλλη άποψη. Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Σ' αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοιοι είναι οι Kαλλικάντζαροι που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλαστήσεως. Η βλάστηση αρχίζει να οργιάζει αυτή την εποχή. Σε τέτοια ανάστατη εποχή βρίσκουν ευκαιρία και οι Νεκρικοί Δαίμονες (που σχετίζονται με τους Βλαστικούς Δαίμονες, να επιφαίνονται πάνω στη γη. Εμφανίζονται δηλαδή οι νεκρικές ψυχές σαν Δαίμονες.
Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Είναι κακομούτσουνοι και σιχαμένοι. Καθένας από τους Kαλλικάντζαρους έχει κι από ένα κουσούρι. Κουτσοί, στραβοί, μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους.
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, μαυριδεροί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, με τρίχες σε όλο τους το σώμα, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια τράγου ή γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι αλλά και σαν «μικροί σατανάδες», άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.
Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, φιλόνικοι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση. Είναι κακά και πονηρά όντα και δεν μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους, αλλά μόνο να τους πειράξουν, να τους ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν, αφού θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τα περιπαίζουν και τα βρίζουν και τα λεν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατρουλήδες κ.λ.π.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν.
Αλίμονο σε κείνον που θα πρέπει να βγει τη νύχτα και να πάει σε μακρινή δουλειά κυρίως έξω απ' το χωριό. Τα πνεύματα αυτά παρουσιάζονται μπροστά του με διάφορες μορφές για να τον εκφοβίσουν ή να τον βλάψουν. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν. Οι Kαλλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των Kαλλικάντζαρων. Τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχονται απ' έξω απ' το χωριό και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Έρχονται τις νύχτες του Δωδεκαήμερου και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, απ΄ όπου μπορούν να μαγαρίσουν την κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, σκορπούν το αλεύρι ή την τέφρα από το τζάκι που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. Γι’ αυτό και τα τζάκια εκείνες τις μέρες είναι αναμμένα και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φωτιά οι Καλλικάντζαροι τη φοβούνται πολύ. Αν καμιά φορά μπει κάποιος Καλλικάντζαρος στο σπίτι οι νοικοκυρές το κυνηγάνε με πυρωμένα δαυλιά. Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!
Προκειμένου βέβαια οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα!
Συνήθως δεν αφήνουν μαλλί πάνω στη ρόκα οι νοικοκυρές αυτές τις μέρες, γιατί οι Καλλικάντζαροι, έρχονται και προσπαθούν να γνέσουν κι αυτοί, το στρίβουν το πετάνε, το μπερδεύουν κι έτσι το μαλλί είναι για πέταμα.
Όταν οι νοικοκυρές έψηναν τηγανίτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλεύρι, οι Καλλικάντζαροι ανέβαιναν στην καπνοδόχο και άπλωναν το χέρι τους ως κάτω στην εστία (γιατί μπορούσαν να απλώνουν και να μακραίνουν τα χέρια τους και τα πόδια τους όσο ήθελαν) και ζητούσαν ή βουτούσαν ότι υπήρχε στο τηγάνι ή στη θράκα.
Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βάτραχοι, φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βάτραχοι, φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Αλλά η πιο προσφιλής τροφή για τους Καλλικάντζαρους ήταν το χοιρινό κρέας και κυρίως το παστό του (το πάχος), το οποίο όταν ψηνόταν και έπεφτε στην ανθρακιά, σκορπούσε μια πολύ ευώδη και πολύ ευάρεστη μυρωδιά. Γι' αυτό οι νοικοκυραίοι σκέπαζαν το χοιρινό με σπαραγγιά. Το σπαράγγι όταν είναι τρυφερό είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως μεγαλώσει γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος και γι' αυτό σκέπαζαν το χοιρινό για να μην πλησιάζουν οι Καλλικάντζαροι. Με σπαράγγια επίσης σκέπαζαν και τα λουκάνικα και οτιδήποτε είχαν ετοιμάσει που είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό.
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι Καλλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια. Γίνονται δε Καλλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, ή όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει.
Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλλικάντζαρων διακρίνονται στις παρακάτω κατηγορίες:
Α) Πράξεις χριστιανικής λατρείας: Το σημείο του Σταυρού στην πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων. Ακόμη η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
Β) Επωδές (ξόρκια): όπως ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα που όταν ακούσουν οι Καλλικάντζαροι φεύγουν.
Γ) Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, χαϊμαλιά πίσω απ’ την πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί.
Δ) Φωτιά. Θεωρείται ως το κύρο μέσο για να κρατηθούν οι Καλλικάντζαροι μακριά από τις κατοικίες των ανθρώπων. Η φωτιά, σύμφωνα με την παράδοση, έχει τη δύναμη να αποτρέπει τα δαιμόνια. Γι' αυτό το τζάκι καίει μέρα νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο. Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκύρης φέρνει και τοποθετεί στο τζάκι του σπιτιού του ένα χοντρό ξύλο, κομμένο από δέντρο αγκαθωτό (αχλαδιά, αγριοκερασιά), γιατί το αγκάθι και όλα τα αγκαθωτά δέντρα απομακρύνουν, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, τους δαίμονες. Το κούτσουρο αυτό λέγεται Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάντζαλος. Πριν τοποθετηθεί στο τζάκι το ραίνουν με ξηρούς καρπούς. Τόσο τα ξύλα που απομένουν από τη φωτιά, όσο και η στάχτη, έχουν δύναμη αποτρεπτική και χρησιμοποιούνται για να προφυλάξουν το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό: ξωτικά, σκαθάρια, χαλάζι.
Την ημέρα των Φώτων ο παπάς περνάει και αγιάζει τα σπίτια. Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι Καλλικάντζαροι φεύγουν κατά τον αγιασμό των σπιτιών φωνάζουν σε ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!»
Με την αναχώρηση των Καλλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.)
Πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών και των οικιών της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι Καλλικάντζαροι πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους.
Πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών και των οικιών της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι Καλλικάντζαροι πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους.
Κάτω από τη γη υπάρχει ένα μεγάλο
δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι
παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλλικάντζαροι και
δουλεύουν νύκτα και ημέρα. Προσπαθούν να κόψουν το στύλο, που βαστάει τη γη,
γιατί θέλουν να την ιδούν να γκρεμίζεται και να γελούν. Κτυπούν λοιπόν με μικρά
τσεκουράκια και πριονίζουν με πριονάκια. Κάθε χρόνο, μόλις ζυγώνουν να το
κόψουν, να σου και έρχονται και τα Χριστούγεννα.
— Άιντε, πάμε τώρα να γλεντήσουμε λίγο επάνω στη γη, πειράζοντας τους ανθρώπους, γιορτές ημέρες που ήρθαν. Πάμε, και στο γυρισμό μας το αποκόβουμε.
Έρχονται λοιπόν κοντά μας. Μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο, κατουρούν τη φωτιά, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, μολύνουν τις τροφές κλπ. Την ημέρα των Φώτων, με τον αγιασμό των νερών, οι Καλλικάντζαροι σπεύδουν να εξαφανιστούν τραγουδώντας:
Έρχονται λοιπόν κοντά μας. Μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο, κατουρούν τη φωτιά, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, μολύνουν τις τροφές κλπ. Την ημέρα των Φώτων, με τον αγιασμό των νερών, οι Καλλικάντζαροι σπεύδουν να εξαφανιστούν τραγουδώντας:
Φεύγετε να φεύγουμε,
γιατ’ ήρθε ο διαβολόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
γιατ’ ήρθε ο διαβολόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Στο γυρισμό τους όμως ευρίσκουν το δένδρο να έχει θρέψει. Και τότε αρχίζουν πάλι από την αρχή.
Ευτυχώς πού είναι κουτούτσικοι οι Καλλικάντζαροι, για τούτο κάθε χρόνο πάντα τα ίδια κάμνουν και πάντα τα ίδια παθαίνουν με τούτο το θεόρατο δένδρο, πού κρατάει τη γη ολόκληρη με τα χωριά της και με τις πολιτείες της.
Ο ΜΥΛΩΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ
Μια φορά ένας μυλωνάς είχε ωραία φωτιά με κάρβουνα στο μύλο του και έψηνε μια σούβλα κρέας. Εκεί που εγύριζε τη σούβλα του, βλέπει στην άλλη μεριά έναν Καλλικάντζαρο και εγύριζε μια σούβλα με βατράχους! Δεν του εμίλησε διόλου. Ύστερα από λίγο τον ερωτά ο Καλλικάντζαρος πώς τον λέγουν.
— Εαυτό με λέγουν, του λέγει ο μυλωνάς.
Εκεί πού εγύριζε τη σούβλα και το κρέας ήταν ροδοκόκκινο και εμοσχομύριζε, ο Καλλικάντζαρος βάζει την ιδική του σούβλα με τους βατράχους επάνω στο κρέας.
Πάτ! δεν αργεί ο μυλωνάς και του φέρνει μια με ένα αναμμένο δαυλί και, καθώς ο Καλλικάντζαρος ήταν γυμνός, τον κατάκαψε!
Φωνές και κακό ο Καλλικάντζαρος!
— Βοηθάτε, αδέρφια, γιατί μ' έκαψαν!
— Βρε, ποιος σ' έκαψε; του λέγουν οι άλλοι Καλλικάντζαροι απ' έξω.
— Ο εαυτός μ’ έκαψε, τους λέγει εκείνος από μέσα.
— Αμ’ σαν εκάηκες από τον εαυτό σου, τι σκούζεις έτσι; Και έτσι την έπαθε ο καλός σου ο Καλλικάντζαρος, γιατί ο μυλωνάς εφάνηκε εξυπνότερός του.
— Εαυτό με λέγουν, του λέγει ο μυλωνάς.
Εκεί πού εγύριζε τη σούβλα και το κρέας ήταν ροδοκόκκινο και εμοσχομύριζε, ο Καλλικάντζαρος βάζει την ιδική του σούβλα με τους βατράχους επάνω στο κρέας.
Πάτ! δεν αργεί ο μυλωνάς και του φέρνει μια με ένα αναμμένο δαυλί και, καθώς ο Καλλικάντζαρος ήταν γυμνός, τον κατάκαψε!
Φωνές και κακό ο Καλλικάντζαρος!
— Βοηθάτε, αδέρφια, γιατί μ' έκαψαν!
— Βρε, ποιος σ' έκαψε; του λέγουν οι άλλοι Καλλικάντζαροι απ' έξω.
— Ο εαυτός μ’ έκαψε, τους λέγει εκείνος από μέσα.
— Αμ’ σαν εκάηκες από τον εαυτό σου, τι σκούζεις έτσι; Και έτσι την έπαθε ο καλός σου ο Καλλικάντζαρος, γιατί ο μυλωνάς εφάνηκε εξυπνότερός του.