Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Ένα δέντρο, μια φορά

4η ιστορία

Ένα δέντρο, μια φορά, του Ευγένιου Τριβιζά
Διήγημα, δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Ἰούλιος 2007
(μετὰ τὶς μεγάλες πυρκαγιὲς σὲ Πάρνηθα καὶ Ὑμηττό)


Το δέντρο
Σ᾿ ἕνα ἄχαρο πεζοδρόμιο μιᾶς πολύβουης πολιτείας ἦταν κάποτε ἕνα ἄσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε. Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε. Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ φύλλα του εἶχαν μαραζώσει, εἶχαν πέσει ἀπὸ καιρὸ κι εἶχε ἀπομείνει γυμνό, σκονισμένο καὶ καχεκτικό.

Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τοῦ δάσους τὴ δροσιά. Δὲν εἶχαν κελαηδήσει ποτὲ στὰ φύλλα του πουλιά, μὲ δυσκολία νὰ τὸ ἄγγιζε ποῦ καὶ ποῦ κάποια πονετικὴ ἡλιαχτίδα ποὺ γλιστροῦσε στὰ κρυφὰ ἀνάμεσα στὶς μουντὲς καὶ ἄχαρες πολυκατοικίες ποὺ τὸ περιστοίχιζαν.

Οἱ περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του μὲ ἀδιαφορία, βλοσυροὶ καὶ βιαστικοί, χωρὶς νὰ τοῦ δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετοῦσαν ἀποτσίγαρα, φλούδια ἀπὸ κάστανα καὶ λερωμένα χαρτομάντηλα κι ἄλλοι φτύνανε στὸ χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω ἀπὸ τὴ ρίζα του.

Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτά, κατάλαβε ἀπὸ κάτι μηχανικοὺς μὲ σκοῦρες καμπαρντίνες καὶ κρεμαστὰ μουστάκια, ποὺ ἔσκυβαν καὶ μουρμούριζαν κι ὅλο μετροῦσαν σκυθρωποί, ὅτι θὰ πλάταιναν τὸ δρόμο πλάι του. Κι ἂν συνέβαινε αὐτό, τί τύχη τὸ περίμενε; Θὰ τὸ πελέκιζαν, θὰ τὸ ξερίζωναν; Θὰ τὸ πετοῦσαν μήπως στὰ σκουπίδια;

Ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο δειλινὸ τὸ δέντρο αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ. Στὰ ὁλόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουρτίνες χριστουγεννιάτικα ἔλατα, ποὺ χαρωπὰ παιδιὰ τὰ στόλιζαν μὲ κόκκινα κεριά, καμπανοῦλες, ἀγγελούδια, ἀσημένια πέταλα καὶ γιορτινὲς γιρλάντες καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἔτσι κι αὐτό. Χριστουγεννιάτικο ἔλατο στὴ θαλπωρὴ ἑνὸς σπιτιοῦ. Νὰ τὸ φροντίζουν, νὰ τὸ στολίζουν, νὰ τὸ καμαρώνουν...

Το παιδί

Ἦταν κι ἕνα παιδί. Τὶς μέρες ἔκανε δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ. Τὰ βράδια κοιμόταν στὸ πάτωμα ἑνὸς κρύου πλυσταριοῦ στὴν αὐλὴ ἑνὸς ἐγκαταλελειμμένου κτιρίου μὲ ἑτοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε. Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε. Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ μάγουλά του εἶχαν χλωμιάσει, τὰ χέρια του εἶχαν ροζιάσει, τὰ μάτια του εἶχαν γεμίσει θλίψη.

Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τὴ ζεστασιὰ μιᾶς ἀγκαλιᾶς, τὴ θαλπωρὴ ἑνὸς ἀληθινοῦ σπιτιοῦ.

Ἐκεῖνο τὸ κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ τὸ ἀγόρι αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ, γιατί εἶχε μάθει ὅτι μετὰ τὶς γιορτὲς θὰ κατεδάφιζαν τὸ μιζεροκτίριο μὲ τὸ πλυσταριὸ καὶ δὲν θά ῾χε ποῦ νὰ μείνει.

Τυλιγμένο στὸ τριμμένο του παλτό, κοιτοῦσε ἀπ᾿ τὰ φωτισμένα παράθυρα τὰ λαμπερὰ σαλόνια μὲ τὰ γκὶ καὶ τὰ μπαλόνια, τὶς φρουτιέρες μὲ τὰ ρόδια καὶ τὰ χρυσωμένα κουκουνάρια, ἔβλεπε γελαστὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια νὰ κρεμοῦν στὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια ἀστραφτερὰ καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θά ῾θελε νὰ στόλιζε κι αὐτὸ ἕνα ἔλατο σὲ κάποιου τζακιοῦ τὸ ἀντιφέγγισμα, μὲ τὰ δῶρα ὑποσχέσεις μαγικὲς ὁλόγυρά του...

Πῶς τό ῾φερε ἡ τύχη ἔτσι κι ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο βράδυ καὶ συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ τὸ δέντρο ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο τὸ παιδί...

Η συνάντηση
ena_dentro_eikonaἘκεῖνο τὸ δειλινὸ τὸ παιδὶ γυρνοῦσε ἄσκοπα στοὺς δρόμους τῆς πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματοῦσε σὲ κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τὴ μύτη του στὸ τζάμι καὶ κοιτοῦσε μὲ μάτια ἐκστατικὰ ὅλα ἐκεῖνα τὰ λαχταριστά, σὲ μιὰ βιτρίνα λόφοι ἀπὸ μελομακάρονα, κουραμπιέδες καὶ πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα μὲ σοκολατάκια, σὲ μιὰ ἄλλη ζαχαρένιοι Ἁγιο-Βασίληδες μὲ μύτες ἀπὸ κερασάκια καὶ μία παραμυθένια πριγκίπισσα ἀπὸ πορσελάνη νὰ κοιτάζει ἀπὸ τὸ ἁψιδωτὸ παράθυρο ἑνὸς φιλντισένιου κάστρου καὶ λίγο παρακάτω, σὲ μιὰ ἄλλη βιτρίνα, μιὰ ὀνειρεμένη τρόικα μὲ ἕναν πρόσχαρο ἁμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια μὲ κόκκινες στολὲς καβάλα σὲ ἄλογα πιτσιλωτὰ νὰ καλπάζουν στοιχισμένα στὴ σειρὰ καὶ στὸ βάθος ἕνα ὀπάλινο παλάτι σὲ μία χιονισμένη στέπα.

Ἔτσι ὅπως περπατοῦσε μὲ τὰ μάτια στραμμένα στὶς καταστόλιστες βιτρίνες, ἔπεσε ἄθελά του πάνω σ᾿ ἕναν περαστικὸ μὲ καμηλὸ παλτὸ καὶ γκρενὰ κασκὸλ ποὺ γύριζε στὸ σπίτι του φορτωμένος μὲ σακοῦλες καὶ πακέτα ποὺ φύγανε ἀπὸ τὰ χέρια του, σκόρπισαν στὸ δρόμο ἐδῶ καὶ κεῖ. Τὸ παιδὶ ἔχασε τὴν ἰσορροπία του, γλίστρησε, τὸ κεφάλι του χτύπησε μὲ φόρα στὸ πεζοδρόμιο, ἔνιωσε μία σκοτοδίνη. Ὁ περαστικός τοῦ ῾βαλε ὀργισμένος τὶς φωνές, τὸ κατσάδιασε γιὰ τὰ καλά.

Τὸ ἀλητάκι σηκώθηκε, τό ῾βαλε στὰ πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ἕνα σοκάκι μὲ μία ὑπαίθρια ἀγορά, ἔστριψε ἕνα δυὸ στενὰ καὶ βρέθηκε στὸ δρόμο μὲ τὸ παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο νὰ πάρει ἀνάσα, ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα, τὰ χνωτισμένα, ἀχνοφαίνονταν τὰ γιορτινὰ σαλόνια μὲ τὰ ἔλατα τὰ στολισμένα.

- Ὄμορφα δὲν εἶναι; Ἀκούει τότε μιὰ φωνή.

Ἦταν τὸ δέντρο τοῦ δρόμου.

- Πολύ. Ἀποκρίθηκε τὸ παιδί, χωρὶς νὰ παραξενευτεῖ καθόλου ποὺ ἕνα δέντρο μιλοῦσε, τοῦ ἄρεσε νὰ τοῦ μιλάει κάποιος χωρὶς νὰ τὸ σπρώχνει, χωρὶς νὰ τὸ κατσαδιάζει, χωρὶς νὰ τὸ ἀποπαίρνει.

- Στόλισέ με! - ψιθύρισε τὸ δέντρο - Στόλισέ με καὶ ἐμένα ἔτσι!

- Μακάρι νὰ μποροῦσα! Πικρογέλασε τὸ παιδί.

- Προσπάθησε, σὲ παρακαλῶ. Ἴσως αὐτά, ξέρεις, νά ῾ναι τὰ στερνά μου Χριστούγεννα, νὰ μὴν δῶ ἄλλα.

- Γιατί τὸ λὲς αὐτό;

- Ἄκουσα ὅτι θὰ πλατύνουν τὸ δρόμο, πελέκι ἢ ξεριζωμὸς μὲ περιμένει, ἕνα ἀπὸ τὰ δυό... Δὲν εἶμαι σίγουρο ἀκόμα.

Τὸ παιδὶ σκέφτηκε ὅτι θὰ κατεδάφιζαν τὸ ἑτοιμόρροπο κτίριο μὲ τὸ ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, τὸ καταφύγιό του. Σὲ λίγο δὲν θά ῾χε οὔτε ῾κεῖνο ποῦ νὰ μείνει. Σὲ κάποιο χαρτόκουτο ἴσως;

- Στόλισέ με! Παρακάλεσε ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ δέντρο. Τὸ παιδὶ κοίταξε ὁλόγυρά του.

- Μὲ τί; Ἀπόρησε.

- Ὅ,τι νά ῾ναι... κάτι θὰ βρεῖς ἐσύ!! Δὲν μπορεῖ.

- Καλά... Ἀφοῦ τὸ θέλεις τόσο πολύ, κάτι θὰ βρῶ νὰ σὲ στολίσω...

Συμφώνησε τὸ παιδὶ κι ἄρχισε νὰ ψάχνει.

Τα στολίδια
Ἐκείνη τὴ στιγμή, λὲς καὶ κάτι ψυχανεμίστηκε ὁ οὐρανός, ἔπιασε νὰ χιονίζει, τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνό... Χάδι ἁπαλὸ σκέπαζε ἀνάλαφρα μὲ πάλλευκες νιφάδες στὰ ὁλόγυμνα κλωνιὰ τοῦ παραμελημένου δέντρου.

Πῆρε τότε τὸ μάτι τοῦ παιδιοῦ κάτι νὰ ἀστράφτει λίγο παραπέρα. Μιὰ παρέα πλουσιόπαιδα, ποὺ εἶχαν περάσει ἀπὸ τὸ δρόμο λίγο νωρίτερα, εἶχαν πετάξει χρωματιστὰ χρυσόχαρτα ἀπὸ τὶς καραμέλες ποὺ ἔτρωγαν μὲ λαιμαργία τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Τὸ ἀγόρι μάζεψε ἕνα ἕνα τὰ πεταμένα χρυσόχαρτα, τὰ μάλαξε μὲ τὰ δάχτυλά του καὶ ἔπλασε ἀστραφτερὲς πράσινες μπλὲ καὶ βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετὰ ξήλωσε τὰ κουμπιὰ τοῦ φθαρμένου παλτοῦ καὶ μὲ τὶς κλωστὲς κρέμασε τὶς φανταχτερὲς μπαλίτσες στὰ χιονοσκέπαστα κλωνιὰ τοῦ δέντρου.

- Εὐχαριστῶ! Εἶπε τὸ δέντρο, ἀνατριχιάζοντας ἀπ᾿ τὴ χαρά του.

- Μὲ τί ἄλλο ἄραγε νὰ τὸ στολίσω; Μονολόγησε τὸ παιδί.

Λὲς κι εἶχε ἀκούσει τὰ λόγια του, μιὰ νοικοκυρὰ τρεῖς δρόμους παρακάτω ἄδειασε μὲ φόρα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μιᾶς κουζίνας μία λεκάνη μὲ σαπουνάδα σὲ μία πλακόστρωτη αὐλή. Ὁ ἄνεμος πῆρε ἕνα πανάλαφρο σύννεφο ἀπὸ σαπουνόφουσκες καὶ τὶς ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, τὸ ἀγόρι τὶς εἶδε νὰ πλησιάζουν στραφταλίζοντας στὸ φεγγαρόφωτο, τὶς κοίταξε μὲ τέτοια λαχτάρα ποὺ ἐκεῖνες, λὲς καὶ κατάλαβαν τὴν ἐπιθυμία του, ἄφησαν τὸν ἄνεμο νὰ τὶς φέρει ἕνα - δυὸ γύρους καὶ νὰ τὶς κρεμάσει στὰ κλωνιὰ τοῦ δέντρου.

- Ὅσο πάω κι ὀμορφαίνω! Καμάρωσε τὸ δέντρο.

- Σίγουρα ὀμορφαίνεις! Συμφώνησε τὸ ἀγόρι σφίγγοντας γύρω του τὸ παλτὸ γιατὶ ἔκανε πολύ, πάρα πολὺ κρύο...

- Κοίτα! Ἔρχονται!

Ἕνα φωτεινὸ σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στὸ σκοτάδι.

- Ἐλᾶτε! Τὶς κάλεσε μὲ τὸ βλέμμα τὸ παιδί.

Καὶ οἱ πυγολαμπίδες, λάμψεις ἀλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ὀνειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στὰ κλωνιὰ τοῦ δέντρου.

Τὸ κρύο γινόταν ὅσο πήγαινε πιὸ τσουχτερό. Τὸ χιόνι ἔπεφτε ὁλοένα πιὸ πυκνό. Τὸ ἀγόρι σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ τότε τὸ εἶδε! Εἶδε τὸ πεφταστέρι κι ἐκεῖνο, λὲς καὶ συνάντησε τὸ βλέμμα του, διέγραψε στὸ σκοτάδι μία φαντασμαγορικὴ χρυσαφένια τροχιὰ καὶ ἀκούμπησε ἀπαλὰ στὴν κορφὴ τοῦ δέντρου.

Καὶ ἦταν τώρα πράγματι ὄμορφο τὸ δέντρο λουσμένο στὸ φεγγαρόφωτο μὲ τὰ χρυσαφένια μπαλάκια νὰ στραφταλίζουν, τὶς σαπουνόφουσκες νὰ σιγοτρέμουν, τὶς πυγολαμπίδες νὰ ἀναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στὰ χιονισμένα τοῦ κλωνιὰ καὶ τὸ πεφταστέρι ν᾿ ἀνασαίνει χρυσαφένιο φῶς στὴν κορφή του.

- M᾿ ἔκανες τόσο, μὰ τόσο ὄμορφο - εἶπε τὸ δέντρο στὸ παιδὶ - Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ. Σ᾿ εὐχαριστῶ ἀληθινά... Πόσο θά ῾θελα νὰ μποροῦσα νὰ σοῦ χάριζα κι ἐγὼ ἕνα δῶρο...

- Μπορεῖς! Ἀποκρίθηκε τὸ παιδὶ χουχουλίζοντας τὰ χέρια - Ἄσε με, σὲ παρακαλῶ, νὰ καθίσω στὴ ρίζα σου γιὰ λίγο. Νιώθω τόσο, μὰ τόσο κουρασμένο, πονάω... καὶ δὲν ἔχω ποῦ νὰ πάω...

- Ἀμέ! Ἔλα, κάθισε. Κάθισε στὴ ρίζα μου ὅσο θέλεις. Εἶπε τὸ δέντρο.

- Καὶ νὰ δεῖς... Θὰ κάνω ἐγὼ μία εὐχὴ γιὰ σένα.

Τὸ παιδὶ σήκωσε τὸ γιακᾶ, τυλίχτηκε στὸ παλιό του πανωφόρι, κάθισε στὸ χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, ἀγκάλιασε τὸ κορμὶ τοῦ δέντρου καὶ σφίχτηκε ὅσο μποροῦσε πιὸ κοντά του.
 
Το ταξίδι
Τὸ χιόνι ἔπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Ὅλο του τὸ σῶμα ἔτρεμε, τὰ χέρια του εἶχαν μουδιάσει, τὰ δόντια του χτυποῦσαν. Ἔκλεισε τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ προστατέψει ἀπὸ τὶς ριπὲς τοῦ χιονιοῦ, ὅταν ξαφνικὰ - τί παράξενο - ἄκουσε ἐκεῖνον τὸν ἦχο... Τὸν ἦχο τὸν χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ἕνα μαστίγιο ἀκούστηκε νὰ κροταλίζει, ἄλογα νὰ καλπάζουν ρυθμικά.

Ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἀπίστευτο! Στὰ μελανιασμένα χείλη του ἄνθισε ἕνα χαμόγελο. Ἀπὸ βάθος τοῦ δρόμου, θαμπὰ στὴν ἀρχή, ἀλλὰ ὅλο καὶ πιὸ ξεκάθαρα, τὴν εἶδε. Εἶδε τὴν παραμυθένια τρόικα μὲ τὰ ἀσημένια κουδουνάκια νὰ πλησιάζει φορτωμένη δῶρα διαλεχτά. Τὴν ὁδηγοῦσε ἕνας ροδομάγουλος ἁμαξᾶς μὲ γούνινο σκοῦφο, κόκκινη μύτη καὶ πυκνὴ κυματιστὴ γενειάδα. Πίσω ἀπὸ τὴν τρόικα κάλπαζαν στρατιῶτες μὲ πορφυρὲς στολές, καβάλα σὲ περήφανα ἄλογα στολισμένα μὲ χρυσαφένιες φοῦντες...

Παραξενεύτηκε τὸ παιδί. Πῶς βρέθηκε ἐδῶ αὐτὴ ἡ τρόικα φορτωμένη τόσα δῶρα; Καὶ οἱ καβαλάρηδες; Κάπου τοὺς ἤξερε. Κάπου τοὺς εἶχε ξαναδεῖ!

Ἡ τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τὰ ἄλογα χρεμέτισαν, ὁ ἁμαξὰς χαμογέλασε, ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς ἅμαξας πρόβαλε τὸ πρόσωπο τῆς πριγκιποπούλας.

- Τί ὄμορφο δέντρο! - Χαμογέλασε - Ποιὸς νὰ τὸ στόλισε ἄραγε;

- Ἐγώ! Ἀποκρίθηκε τὸ παιδί.

- Ἀλήθεια;

- Ναί.

- Ἔλα μαζί μου τότε. Ἔλα νὰ στολίσεις ἔτσι ὄμορφα καὶ τὸ ἔλατο τοῦ βασιλιᾶ, νὰ ζήσεις στὸ παλάτι μας παντοτινά.

- Δὲν πάω πουθενὰ χωρὶς τὸ δέντρο μου! Ἀπάντησε τὸ ἀγόρι.

Ἡ πριγκιποπούλα ἔδωσε τότε ἐντολὴ καὶ οἱ στρατιῶτες τοῦ βασιλιὰ ἔσκαψαν βαθιά, πήρανε τὸ δέντρο μαζὶ μὲ τὶς ρίζες του καὶ τὸ φύτεψαν σὲ μία πορσελάνινη γλάστρα, μετὰ τὸ φόρτωσαν στὴν τρόικα.

Γελώντας πρόσχαρα, ὁ ἁμαξᾶς ἅπλωσε τὸ χέρι του, βοήθησε τὸ παιδὶ νὰ ἀνέβει στὴν ἅμαξα νὰ κάτσει πλάι του, τὰ ἄλογα στράφηκαν, τὸν κοίταξαν μὲ τὰ μεγάλα τους μάτια καὶ ρουθούνισαν ἀνυπόμονα.

Ὅλα τὰ κτίρια, ὅλα τὰ φανάρια, ὅλες οἱ βιτρίνες, τὰ πάντα, εἶχαν τώρα ἐξαφανιστεῖ. Μπροστά τους ἀνοιγόταν μία ἀπέραντη στέπα κι ἐκεῖ στὸ βάθος μέσα ἀπὸ τὰ διάφανα πέπλα τοῦ χιονιοῦ ἀχνοφαίνονταν μαγευτικοὶ οἱ μεγαλόπρεποι τροῦλοι κι οἱ ἁψιδωτὲς πύλες τοῦ ὀπάλινου παλατιοῦ!

Ὁ ροδομάγουλος ἁμαξᾶς τράβηξε τὰ γκέμια. Κροτάλισε τὸ μαστίγιο, τὰ ἄλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας ὅλο καὶ πιὸ γοργά... λὲς κι εἴχανε φτερά... Σὲ λίγο ἡ τρόικα κι ἡ ἀκολουθία της εἶχαν χαθεῖ στὸ βάθος τῆς χιονισμένης στέπας.

Τὸ χιόνι ποὺ συνέχισε ὁλοένα πιὸ πυκνὸ τὸ σιωπηλὸ χορό του ἔσβησε σχεδὸν ἀμέσως τὰ ἴχνη ἀπὸ τὶς ρόδες καὶ τὰ πέταλα τῶν ἀλόγων..

Λένε οἱ παλιοί...

Λένε οἱ παλιοὶ ὅτι τὸ πεζοδρόμιο ἐκεῖνο ἦταν κάποτε κάπως πιὸ φαρδύ, ὅτι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο ἐκεῖ.

Διηγοῦνται ἐπίσης οἱ παλιοὶ ὅτι ἕνα χριστουγεννιάτικο πρωὶ βρῆκαν στὴ ρίζα τοῦ δέντρου ξεπαγιασμένο ἕνα παιδὶ σκεπασμένο ἀπὸ τὸ χιόνι, τυλιγμένο σ᾿ ἕνα τριμμένο παλτὸ χωρὶς κουμπιά, μὲ ἕνα γαλήνιο χαμόγελο, ἕνα χαμόγελο εὐτυχίας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπό του.

Λένε ἀκόμα ὅτι ἀπὸ τότε κάθε παραμονὴ Χριστουγέννων, γύρω στὰ μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξηγήσει. Ἕνα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνοῦν ἐπίμονα τρεμοσβήνοντας σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο, λὲς καὶ κάτι ἀναζητοῦν, λὲς καὶ γυρεύουνε νὰ θυμηθοῦνε κάτι, ὅτι ἕνας ἄνεμος ἀναπάντεχος φέρνει, ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποῦ, ἀνάλαφρες σαπουνόφουσκες καὶ χρυσόχαρτα ἀστραφτερά, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα ὑπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στὸν οὐρανὸ μία φαντασμαγορικὴ τροχιὰ καὶ πέφτει στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ἐκεῖνο.

Ἔτσι λένε...

Ποιὸς ξέρει;


Η ιστορία σε ταινία:


Περισσότερες χριστουγεννιάτικες ιστορίες μπορείτε να δείτε εδώ:
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Τα κάλαντα

3η ιστορία
Τα κάλαντα, του Στρατή Τσίρκα
Γιώργος Σικελιώτης, 1962, τέμπερα σε χαρτί, Μουσείο Μπενάκη
 Γιώργος Σικελιώτης, 1962, τέμπερα σε χαρτί, Μουσείο Μπενάκη


    Το μεγάλο το ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: Aν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από 'να γρόσι*.
   Eκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Tο μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο!
    Πήγα και βρήκα αμέσως το φίλο μου το Mιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα.
- Tο ταμπούρλο το έχουμε!, του φώναξα. Bγαίνουμε απόψε;
    O Mιχάλης δέχτηκε αμέσως. Eίπε, όμως, πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδελφό του, το Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος*, και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. H αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος. 
    Ξεκινήσαμε βραδάκι. O Mιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τ'
αναβοσβήνω κάθε τόσο. O Δημήτρης είχε τα χέρια στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά πότε πιο πίσω μας. 
    H «πελατεία» του Mιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη στις φτωχογειτονιές. Oι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι ευχαριστώ, αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τ' αμύγδαλα.
   Tότες εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Aυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Mέρες τώρα το φύλαγα.
   Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι. Aπό τα Χριστούγεννα ακόμα με ρωτούσαν:
- E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
   Eγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα, όμως, το όνομα και φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Έτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης», ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι - εφτά ονόματα γενναία.
   H δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Tάκης, ο γιος του Kυρ Στέφανου, του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα.
   Κι έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Tα σελινάκια* ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των φτωχογειτονιών. Mα ένα πράγμα δεν μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Mε φίλευαν ιδιαίτερα και μου 'διναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντάς μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
   Όμως, η καρδιά μου δεν βάσταξε και τους τ' ομολόγησα όλα αμέσως. Kι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στο κοινό ταμείο.
   Όλα θα τελειώναν μια χαρά, θα περνούσαμε μια Πρωτοχρονιά φίνα, αν στο γυρισμό, εκεί στα μπαξεδάκια του Mαρουφιού, δε συναντούσαμε το Στραβοσπύρο με την παρέα του. O Στραβοσπύρος ήταν ένας  μόρτης ίσαμε κει πάνω. Tις Kυριακές στον Άγιο Kωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Mαζί του και δυο άλλοι -Παναγιά μου φύλαγε!- που κουβαλούσαν μια λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο, στολισμένο με λογής - λογής κορδέλες και χαρτιά! Tι ήθελε ο Δημήτρης να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας;
Κάλαντα, πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα, 1872, ιδιωτική συλλογή
   Ώσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Tι μπορούσε να σου κάνει κι ο Mιχάλης, το παιδί, μ’ αυτούς τους νταγλαράδες*;
   Eγώ, κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα για το σπίτι. O Mιχάλης κι ο Δημήτρης, όμως, πήραν στο κατόπι τους μόρτες, καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες* να τους πιάσουν.
   Δεν ξέρω πως τελείωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια.
   Eκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα μια Πρωτοχρονιά γεμάτη πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη.

Λεξιλόγιο
γρόσι (το): τουρκικό και αιγυπτιακό νόμισμα, το εκατοστό της τουρκικής και αιγυπτιακής λίρας
καλλίφωνος: αυτός που έχει καλή, ωραία, γλυκιά φωνή
σελίνι (το): αγγλικό νόμισμα, το εικοστό της αγγλικής λίρας
νταγλαράς: υπερβολικά ψηλός και άχαρος
τσαούσης: υπαξιωματικός του τουρκικού στρατού

Από το βιβλίο "Η Γλώσσα μου, για την Ε΄ δημοτικού", μέρος δεύτερο, ΟΕΔΒ, 2003

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Οι θάλασσες της Ελλάδας

Παρουσίαση του μαθήματος:



Παιχνίδι γνώσεων: Βρες τους γεωγραφικούς όρους της θάλασσας: Εδώ.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Ο πύργος της Βαβέλ και οι Δέκα Εντολές

 1. Ο Πύργος της Βαβέλ:

 

 2. Οι Δέκα Εντολές:


Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο

Πώς βρίσκω το Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο;

Παρουσίαση του μαθήματος:

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Σύγκριση κλασμάτων

 Παρουσίαση του μαθήματος:

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

ΙΣΟΔΥΝΑΜΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ

1. Το μάθημα με παρουσίαση:

2. Παίζω και μαθαίνω: 


ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΑΧΝΙΔΙΑ:
1. ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΤΩΝ ΙΣΟΔΥΝΑΜΩΝ ΚΛΑΣΜΑΤΩΝ ΟΣΟ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ



2. ΚΑΝΤΕ ΣΚΟΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΤΕ (ΜΕ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΚΛΙΚ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΚΙΟΥ) ΤΟ ΚΛΑΣΜΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟ ΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΟΘΟΝΗΣ.


Οι ακτές της Ελλάδας

 1. Το μάθημα με παρουσίαση:

 2. Ακτογραφικά στοιχεία:



 3. Η Ελλάδα από ψηλά: Ακτές και Νησιά:

Πώς διαδίδεται ο ήχος;

 1. Το μάθημα με παρουσίαση (σελ.147-149):



 2. Πείραμα για τη διάδοση του ήχου:

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Πώς παράγεται ο ήχος;

 1. Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Φυσικής (σελ.144-146):



 2. Τα πειράματα του μαθήματος από μαθητές: 

 3. Παιχνίδι - Βρες τα όργανα που ακούς:



Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Συμπόρευση με όρια και κανόνες

Ι. ΖΩΝΤΑΣ ΜΑΖΙ


1. Κανόνες στην οικογένεια, στο σχολείο, στην τάξη, στο παιχνίδι
Με κανόνες και όρια δίκαια, σταθερά, σαφή:
  • Βρίσκουμε τον προσανατολισμό μας.
  • Ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε.
  • Νιώθουμε ασφάλεια.
  • Αναγνωρίζουμε τις συνέπειες των επιλογών μας.
  • Σεβόμαστε τους άλλους και τον εαυτό μας.
  • ..................................................................


2. Οι κανόνες: Περιορισμός ή διασφάλιση της ελευθερίας;
​Οι κανόνες είναι απαραίτητοι στη ζωή των ανθρώπων, για να μην υπάρχουν προβλήματα μεταξύ τους. Είναι σημαντικοί, γιατί τους προφυλάσσουν από κακοτοπιές και τους δείχνουν τον κίνδυνο. Όταν κάποιος οδηγεί, για παράδειγμα, πρέπει να φοράει τη ζώνη ασφαλείας. Αν δεν τη φορέσει, τότε σε κάποιο απότομο φρενάρισμα ή τρακάρισμα μπορεί να χτυπήσει. Ή αν τον σταματήσει η τροχαία, θα πληρώσει πρόστιμο.

Σε κάθε παιχνίδι υπάρχουν κανόνες. Σκεφθείτε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που ο καθένας παίζει όπως θέλει και δεν υπάρχει διαιτητής. Πώς θα μας φαινόταν αλήθεια το κρυφτό, το κυνηγητό και τόσα άλλα ομαδικά παιχνίδια χωρίς εκείνους τους κανόνες που τα κάνουν διασκεδαστικά;

3. Κανόνες συμβίωσης σε όλον τον κόσμο (ανθρώπινα δικαιώματα)
Picture
​Τα ανθρώπινα δικαιώματα θεωρούνται ως θεμελιώδη δικαιώματα που κάθε άτομο δικαιούται από τη στιγμή της γέννησής του, απλώς και μόνο επειδή είναι ανθρώπινο ον. Προστατεύονται από το εθνικό και διεθνές δίκαιο και περιλαμβάνουν δικαιώματα όπως το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, την ελευθερία σκέψης και έκφρασης, καθώς και την ισότητα απέναντι στον νόμο. Στα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνονται το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην τροφή, το δικαίωμα στην κατοικία, το δικαίωμα στην ιατρική περίθαλψη, το δικαίωμα στην εκπαίδευση και το δικαίωμα συμμετοχής στον πολιτισμό.
Πηγή:  https://eclass31.weebly.com

 Παρουσίαση της ενότητας:

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Το κλάσμα ως πηλίκο διαίρεσης

 Παρουσίαση του μαθήματος:

Κλάσματα μεγαλύτερα της ακέραιης μονάδας

 Παρουσίαση του μαθήματος:

Οι φίλοι μας, οι φίλες μας

 1. Παρουσίαση των γραμματικών & συντακτικών φαινομένων της ενότητας:

 2. Συνοπτικός πίνακας αντωνυμιών (Τις διαβάζουμε και τις μαθαίνουμε):



Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Η θέση της Ελλάδας

 Παρουσίαση του μαθήματος:



Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Η μορφή και το σχήμα της Ελλάδας

 1. Χάρτης Διαμερισμάτων της Ελλάδας


2. Παρουσίαση του μαθήματος:


3. Το μακρύ ταξίδι του Συννεφούλη:

 

Εάν δεν θυμόμαστε τους γεωγραφικούς όρους, μπορούμε να δούμε την παρακάτω παρουσίαση:

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΙ ΟΡΟΙ.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη

 Το μάθημα από το Ευαγγέλιο του Λουκά:

 Το μάθημα με βίντεο:


 

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Κλασματικοί Αριθμοί - Κλασματικές Μονάδες

ΚΛΑΣΜΑΤΑ - ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 
Εισαγωγή στα κλάσματα
Οι κλασματικοί αριθμοί
Οι κλασματικές μονάδες



Οι κλασματικές μονάδες
Εξασκήσου... παίζοντας


Παρατήρησε σε πόσα κομμάτια είναι χωρισμένη η πίτα και γράψτε το κλάσμα. Κατόπιν πάτησε "enter" στο πληκτρολόγιό σου.
Επάνω σε πράσινο φόντο σου δίνει το κλάσμα που πρέπει να φτιάξεις. Χώρισε πρώτα σε κομμάτια την πίτσα (με τα βελάκια χωρίζεις σε κομμάτια "slices") και πάρε με κλικ όσα πρέπει.

Picture