Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Χρόνια Πολλά!


 
Χρόνια Πολλά και
ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος 2016
 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Χριστούγεννα στη σπηλιά

8η ιστορία
Χριστούγεννα στη σπηλιά, του Φώτη Κόντογλου


Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καιροὶ ἤτανε φουρτουνιασμένοι παρὰ φύση. Χιόνι δὲν ἔρριχνε. Μοναχὰ ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα ἤτανε θυμωμένη, καὶ φυσούσανε σκληροὶ βοριάδες μὲ χιονόνερο καὶ μ᾿ ἀστραπές. Καμμιὰ βδομάδα ὁ καιρὸς καλωσύνεψε καὶ φυσοῦσε μία τραμουντάνα ποὺ ἀρμενιζότανε. Μὰ τὴν παραμονὴ τὰ κατσούφιασε. Τὴν παραμονὴ ἀπὸ τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε κ᾿ ἔρριχνε βελονιαστὸ χιονόνερο.
Σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ἕνα μαντρὶ μὲ γιδοπρόδατα, ἀπάνω σὲ μιὰ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο· τὸ μέρος αὐτὸ ἤτανε ἄγριο κ᾿ ἔρημο, γεμάτο ἀγριόπρινα, σκίνους καὶ κουμαριές, ποὺ ἤτανε κατακόκκινες ἀπὸ τὰ κούμαρα. τὸ μαντρὶ ἤτανε τριγυρισμένο μὲ ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οἱ τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκότανε παραμέσα καὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ ποὺ κοίταζε κατὰ τὴ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μὲ τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι ἀψηλὴ ὡς τρία μπόγια. Τὰ ζωντανὰ σταλιάζανε κάτω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς σάγιες, ποὺ ἔσκυβες γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Σωροὶ ἀπὸ κοπριὰ στεκόντανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, καὶ βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τὸ χῶμα ἤτανε σκουπισμένο καὶ καθαρό, γιατὶ οἱ τσομπάνηδες ἤτανε μερακλῆδες, καὶ βάζανε τὰ παιδιὰ καὶ σκουπίζανε ταχτικὰ μὲ κάτι σκοῦπες κανωμένες ἀπὸ ἀστοιβιές.
Ἀρχιτσέλιγκας ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἕνας ἄνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἤτανε μαῦρος, μαλλιαρός, μὲ γένεια μαῦρα κόρακας, σγουρὰ καὶ σφιχτὰ σὰν τοῦ κριαριοῦ. Φοροῦσε σαλβάρια κοντὰ ὡς τὸ γόνατο, σελάχι στὴ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριὰ τζεσμέδια στὰ ποδάρια του· τὸ κεφάλι του τὸ εἶχε τυλιγμένο μ᾿ ἕνα μεγάλο μαντίλι σὰν σαρίκι, κ᾿ οἱ μαρχαμάδες [= τὰ κρόσια] κρεμόντανε στὸ πρόσωπό του. Ἀρχαῖος ἄνθρωπος!
Εἶχε δυὸ παραγυιούς, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸν Δυσσέα, δυὸ παλληκαρόπουλα ὡς εἴκοσι χρονῶν. Εἶχε καὶ τρία παιδιά, ποὺ τοὺς βοηθούσανε στ᾿ ἄρμεγμα καὶ κοιτάζανε τὸ μαντρὶ νά ῾ναι καθαρό. Αὐτὲς οἱ ἕξι ψυχὲς ἐζούσανε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνάρια βλέπανε ἄνθρωπο.
Ἡ σπηλιὰ ἤτανε καπνισμένη κι ὁ βράχος εἶχε μαυρίσει ὡς ἀπάνω ἀπὸ τὴν καπνιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ μέσα εἴχανε τὰ γιατάκια τους, σὰν μεντέρια, στρωμένα μὲ προβιές. Στοὺς τοίχους τῆς σπηλιᾶς εἴχανε μπήξει παλούκια μέσα στὶς σκισμάδες τοῦ βράχου, καὶ κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καὶ μαχαίρια, λὲς κ᾿ ἤτανε λημέρι τῶν ληστῶν. Ἀπ᾿ ἔξω φυλάγανε οἱ σκύλοι, ὅλοι ἄγριοι σὰν λύκοι.
Ἡ ἀκροθαλασσιὰ βρισκότανε ὡς ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση ἀπὸ τὴ μάντρα. Ἤτανε ἔρημη, κι ἄλλο δὲν ἀκουγότανε ἐκεῖ πέρα παρὰ μοναχὰ ὁ ἀγκομαχητὸς τοῦ πελάγου, μέρα - νύχτα. Μὲ τὸν βοριὰ ἀπάγκιαζε, καὶ καμμιὰ φορᾶ πόδιζε κανένα καΐκι. Ἀλλιῶς δὲν ἔβλεπες βάρκα πουθενά. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ ἀγνάντευε κανένας τὸ πέλαγο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, καὶ τὸ μάτι ξεχώριζε καθαρὰ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης.
Τὴν παραμονὴ τὰ Χριστούγεννα, εἴπαμε πὼς ὁ καιρὸς χάλασε, κι ἄρχισε νὰ πέφτει χιονόνερο. Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε. Τὰ παιδιὰ εἴχανε σφάξει δυὸ ἀρνιὰ καὶ τὰ γδέρνανε. Ὁ Ἀλέξης ἔβαλε ἀπάνω σ᾿ ἕνα ράφι μυτζῆθρες καὶ τυρὶ ἀνάλατο μέσα στὰ τυροβόλια, ἁγίζι καὶ γιαούρτι. Ὁ Δυσσέας εἶχε μία παλιὰ Σύνοψη, κ᾿ ἐπειδὴ γνώριζε λίγο ἀπὸ ψαλτικὰ κ᾿ ἤξερε καὶ πέντε γράμματα, διάβαζε τὶς Κυριακάδες κι ὅποτε ἤτανε γιορτὴ κανένα τροπάρι καὶ λιγοστὰ ἀπὸ τὸν Ἑξάψαλμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα φυλλομετροῦσε τὴ Σύνοψη, γιὰ νὰ δεῖ τί γράμματα ἤτανε νὰ πεῖ.
Θά ῾τανε ὥρα σπερινοῦ. Κείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πὼς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τὸ ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πάγει νὰ φέρει ξύλα μὲ τὸν γάϊδαρο, εἶπε πὼς τὸ πρωὶ εἶχε ἀκούσει τουφεκιὲς κατὰ τὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, κατὰ τὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή. Οἱ σκύλοι πιάσανε καὶ γαβγίζανε ὅλοι μαζὶ καὶ πεταχτήκανε ὄξω ἀπὸ τὴ μάντρα.
Σὲ λίγο φανερωθήκανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ δυὸ ἄνθρωποι μὲ τουφέκια, καὶ φωνάζανε τοὺς τσομπάνηδες νὰ μαζέψουνε τὰ σκυλιά, ποὺ χυμήξανε ἀπάνω τους. Ὁ Σκούρης ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους κι ἅρπαξε ἕνα ἀπὸ τὰ ζαγάρια πού ῾χανε οἱ κυνηγοὶ καὶ τὸ ξετίναζε νὰ τὸ πνίξει. Ὁ κυνηγὸς ἔρριξε ἀπάνου του, καὶ τὰ σκάγια τὸν πόνεσανε καὶ γύρισε πίσω, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα μαντρόσκυλα, ποὺ πηγαίνανε πισώδρομα ὅσο κατεβαίνανε οἱ κυνηγοί. Τέλος πάντων, ἐβγῆκε ὁ Μπαρμπάκος μὲ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσανε τὸν Σκούρη καὶ τὸν δέσανε, διώξανε καὶ τ᾿ ἄλλα σκυλιά.
«Ὥρα καλή, βρὲ παιδιά!» φώναξε ὁ Παναγὴς ὁ Καρδαμίτσας, ζωσμένος μὲ τὰ φυσεγκλίκια, μὲ τὸ ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ὁ ἄλλος, ποὺ ἤτανε μαζί του, ἤτανε ὁ γυιός του ὁ Δημητρός.
«Πολλὰ τὰ ἔτη!» ἀποκριθήκανε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἡ συντροφιά του. «Καλῶς ὁρίσατε!»
Τοὺς πήγανε στὴ σπηλιά.
«Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ ἐδῶ; Παλάτι! Παλάτι μὲ βασιλοποῦλες!» εἶπε ὁ μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τὶς μυτζῆθρες ποὺ ἀχνίζανε.


Τοὺς βάλανε νὰ καθήσουνε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρὲ ἀδερφέ», ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Παναγής, «ποιὸς νὰ τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πὼς θὰ κάνουμε Χριστούγεννα στὸ σπήλαιο ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός! Ἐχτὲς περάσαμε στὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή, νὰ κυνηγήσουμε λίγο. Ἔ, δικός μας εἶναι ὁ ἡγούμενος, κοιμηθήκαμε στὸ μοναστήρι, καὶ σήμερα τὴν αὐγὴ βγήκαμε στὸ κυνήγι. Βλέποντας πὼς φουρτούνιασε ὁ καιρός, εἴπαμε πὼς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὸ μπουγάζι μὲ τὴ σαπιόβαρκα τοῦ μπάρμπα-Μανώλη τοῦ Βασιλέ. Κ᾿ ἐπειδὴ ξέραμε ἀπ᾿ ἄλλη φορὰ τὸ μαντρί, καὶ μὲ τὸ κυνήγι πέσαμε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, εἴπαμε νὰ ῾ρθουμε στ᾿ ἀρχοντικό σας... Μωρέ, τί σκύλο ἔχετε; Αὐτὸ εἶναι θηρίο, ἀσλάνι καὶ καπλάνι!
Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τὸ ζαγάρι τὸ πετσόκοψε! Γιὰ κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»
Καὶ γύρισε σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ κλαμούριζε τὸ σκυλὶ κ᾿ ἔτρεμε σὰν θερμιασμένο.
«Ἔλα δῶ, Φλόξ! Φλόξ!»
Μὰ ἡ Φλὸξ ἀπὸ τὴν τρομάρα της τρύπωνε πιὸ βαθιά.
Ἅμα ἤπιανε δυὸ-τρία κονιάκια, ὁ μπάρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ:
Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Ὕστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε».
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε πάλι τὰ σκυλιὰ νὰ γαβγίζουνε. Στείλανε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦνε τί εἶναι. Ὁ ἀγέρας εἶχε μπουρινιάσει κ᾿ ἔρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!
Σὲ λίγο πάψανε τὰ σκυλιά, καὶ γυρίσανε πίσω τὰ παιδιά. Ἀπὸ πίσω τοὺς μπήκανε στὴ σπηλιὰ τρεῖς ἄντρες, ποὺ φαινόντανε πὼς ἤτανε θαλασσινοί, καὶ δυὸ καλόγεροι, βρεμένοι ὅλοι καὶ ξυλιασμένοι ἀπ᾿ τὸ κρύο. Τοὺς καλωσορίσανε, τοὺς βάλανε καὶ καθήσανε.
Μόλις πῆγε κοντὰ στὴ φωτιὰ ὁ πρῶτος, ὁ καπετάνιος, τὸν γνώρισε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἔβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ἤτανε ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ὁ Μπιλικτσῆς, ποὺ ταξίδευε στὴν Πόλη. Εἶχε περάσει κι ἄλλη φορὰ ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κ᾿ εἴχανε δέσει φιλία μὲ τὸν Μπαρμπάκο, ποὺ δὲν ἤξερε τί περιποίηση νὰ τοὺς κάνει· οἱ ἄλλοι δυὸ ἤτανε γεμιτζῆδες κι αὐτοί, ἄνθρωποι τοῦ καϊκιοῦ του.
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλόγερους, ἕνας σωματώδης μὲ μαῦρα γένεια, ὀμορφάνθρωπος, ἤτανε ὁ πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ὁ ἄλλος ἤτανε λιγνός, μὲ λίγες ἀνάριες τρίχες στὸ πηγούνι, σὰν τὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Καλυβίτη. Τὸν λέγανε Ἀρσένιο Σγουρή.
Ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ πῆρε στὸ καΐκι τὸν πάτερ-Σίλβεστρο, ποὺ εἶχε πάγει στὴν Πόλη ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἐλέη, κ᾿ ἤθελε νὰ κάνει Χριστούγεννα στὴν πατρίδα του. Ὁ πάτερ-Ἀρσένιος εἶχε ταξιδέψει μαζί του ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορας στὸ Ὄρος, κ᾿ ἤτανε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μὰ σὰν καβατζάρανε τὸν Κάβο-Μπαμπᾶ, ὁ ἀγέρας μπουρίνιασε, κι ὅλη τὴ μέρα ἀρμενίζανε μὲ μουδαρισμένα πανιὰ καὶ μὲ τὸν στάντζο, ὡς ποὺ φτάξανε κατὰ τὸ βράδυ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ταλιάνι. Ὁ καιρὸς σκύλιαξε κι ὁ καπετάνιος δὲν μπόρεσε νά ῾μπεῖ στὸ μπουγάζι, νὰ κάνουνε Χριστούγεννα στὴν πατρίδα.
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ποδίσει, καὶ πῆγε καὶ φουντάρισε στ᾿ ἀπάγκειο, πίσω ἀπὸ ἕναν μικρὸν κάβο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κ᾿ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν φίλο του τὸν Μπαρμπάκο, πῆρε τοὺς γέροντες καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους νοματέους καὶ τραβήξανε γιὰ τὸ ἁγίλι [=μαντρί]. Στὸ τσερνίκι εἴχανε ἀφήσει τὸν μπαρμπ᾿ - Ἀπόστολο μὲ τὸν μοῦτσο.
Σὰν εἴδανε πὼς στὴ σπηλιὰ βρισκότανε κι ὁ κύρ-Παναγὴς μὲ τὸν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρὰ καὶ φασαρία.
«Μωρὲ νὰ δεῖς», ἔλεγε ὁ κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τὸ τροπάρι, κι ἀπάνω ποὺ λέγαμε «ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο...», φτάξατε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα! Γιατὶ βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανον»!
«Χά! Χά! Χά!» - γελοῦσε δυνατὰ ὁ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καὶ ψευδίζοντας, καὶ χάϊδευε τὴν κοιλιά του, γιατὶ ἤτανε καλοφαγᾶς.
Στὸ μεταξὺ ὁ πάτερ - Ἀρσένιος ὁ Σγουρῆς ζωντάνεψε ὁ καϊμένος, κ᾿ εἶπε σιγανὰ χαμογελώντας καὶ τρίβοντας τὰ χέρια του:
«Δόξα σοι ὁ θεός, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἐκ τοῦ κλύδωνος!» κ᾿ ἔκανε τὸν σταυρό του.
Ὁ πάτερ-Σίλβεστρος εἶπε νὰ σηκωθοῦνε ὄρθιοι, κ᾿ εἶπε λίγες εὐχές, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», κ᾿ ὕστερα μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του ἔψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλήθη ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».
Ὕστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε. Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε ἀπάνω, ἀπὸ τὰ μοσκοβολημένα τ᾿ ἀρνιά, τὰ τυριά, τὰ μανούρια, τὶς μυτζῆθρες, τὶς μπεκάτσες καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ, ὡς τὴ λακέρδα καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πολίτικα ποὺ φέρανε οἱ θαλασσινοί, καθὼς καὶ κρασὶ μπρούσικο.
Ὄξω φυσομανοῦσε ὁ χιονιᾶς, καὶ βογγούσανε τὰ δέντρα κ᾿ ἡ θάλασσα ἀπὸ μακριά. Ἀνάμεσα στὰ βουΐσματα ἀκουγόντανε καὶ τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ ἀναχαράζανε. Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ἔβγαινε ἡ κόκκινη ἀντιφεγγιὰ τῆς φωτιᾶς μαζὶ μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς χαρούμενες φωνές. Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ὕστερα ξυπνοῦσε κ᾿ ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία.
Ἀληθινά, ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔλειπε τίποτα. Ὅλα ὑπήρχανε: τὸ σπήλαιο, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἤτανε παρὼν μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, ποὺ εὐλογούσανε «τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν».

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Τα χριστουγεννιάτικα τσαρούχια


7η ιστορία
Τα χριστουγεννιάτικα τσαρούχια, του Γεωργίου Αθάνα
 
Από μικρός είχε μια μανία: να κοιτάζει τα πόδια των ανθρώπων κι όταν ήταν ποδεμένοι -τις πιο πολλές φορές μπορεί να ήταν ξυπόλητοι- να περιεργάζεται τα τσαρούχια τους ή τα παπούτσια των γυναικών, με κάποιον τρόπο, που θα έκανε τον άλλον να πιστέψει πως ο μικρός τσοπανάκος ήξερε να κρίνει αν ήταν τάχα καλά ή κακά φτιαγμένα από το μάστορά τους. Αυτός φορούσε γουρουνοτσάρουχα, πέδιλα καμωμένα από το πετσί του χριστουγεννιάτικου γουρουνιού. Στα μέρη μας σφάζουμε τα θρεφτά γουρούνια την παραμονή των Χριστουγέννων. Κι είναι τα μόνα γουρούνια που γίνονται γδαρτά κι όχι μαδητά. Γιατί είναι μεγάλα και τετράπαχα. Δεν ψένονται, για να ροδοκοκκινίσει η πέτσα τους και να τρώγεται κριτσανιστά, που να είναι σαν αμύγδαλο καβουρδισμένο. Τώρα το πετσί τους γδέρνεται, αλατίζεται κι απλώνεται στον ήλιο. Απ' αυτό βγαίνουν τα γουρνοτσάρουχα της φαμελιάς. Το πάχος γίνεται γλίνα*, οι χοντράδες* γίνονται τσιγαρίθρες, κι έπειτα μένουν τα κόκαλα για μαγειρευτά, τα εντόσθια για πηχτές* και για ματιές*, το κρέας για λουκάνικα και για παστουρμά. Μ' ένα καλό γουρούνι περνάει τον υπόλοιπο χειμώνα η φτωχοφαμελιά.



Ο Θανάσης ήθελε από εννιά χρονών να φκιάνει μόνος του τα γουρνοτσάρουχά του. Και τα κατάφερνε τόσο περίφημα, που σε λίγα χρόνια αυτός έφκιανε και του πατέρα και της μάνας και της γειτονιάς ακόμα. Όμως την πιο μεγαλύτερη χαρά της μικρής του ζωής είχε δοκιμάσει, όταν κάποια παραμονή Χριστουγέννων ήρθε ο πατέρας από τη Χώρα και του έφερε ένα ζευγάρι τσαρούχια. Δικά του! Δεν είχε ξαναφορέσει ποτέ ως τότε... Τ' άρπαξε με λαχτάρα, τους χάιδεψε τις φούντες, τους άγγιξε το λουστρίνι και τα ξεμάκρυνε λίγο, να τους καμαρώσει το ζωηρό κατακόκκινο χρώμα. Μα σαν πέρασε η πρώτη χαρά της απόχτησης, είχε δοκιμάσει μεγάλη λύπη. Καλοκοίταξε τα τσαρούχια του και τα βρήκε άσχημα, κακοφτιασμένα. Τι άγαρμπο σουλούπι που είχαν! Και τόσο
κακοδουλεμένα! Με κάτι άτσαλες φούντες. Με κάτι άνοστα κεντίδια. Ω, αν τα είχε φκιάσει ο ίδιος, πόσο θα ήταν καλύτερα και γερότερα! Το είπε του πατέρα του αυτό. Κι εκείνος του απάντησε:
- Τότε, να σε στείλουμε κάτου να γίνεις τσαρουχάς!
- Μακάρι!
- Θέλεις;
- Αν θέλω!...
Το μέλλον του είχε κριθεί. Ο μικρός τσομπανάκος με τα γουρνοτσάρουχα θα γινόταν ο μεγαλύτερος τσαρουχάς του τόπου.  Θα πόδενε τους πιο ντερτιλήδες λεβέντες και τις πιο ασίκισσες* κοπέλες. 
Στους γάμους και στα πανηγύρια, απάνω στην άναψη του χορού, τα δικά του τα τσαρούχια και τα δικά του τα παπούτσια θα κάνανε τη μεγαλύτερη φούβα*! Ήταν γεννημένος για τσαρουχάς. Πώς αλλιώς θα κοιτούσε με τόση περιέργεια τα ποδήματα των ανθρώπων και θα 'φκιανε με τόση τέχνη τα γουρνοτσάρουχα όλης της γειτονιάς; Κανείς δεν ξεφεύγει το γραφτό του!
Με τι περηφάνια φόρεσε την άλλη μέρα τα καινούργια τσαρούχια! Ήταν σα να πρωτόβγαινε στον κόσμο. Τα 
γουρνοτσάρουχα τον κρατούσαν στην αφάνεια και την ασημότητα. Τώρα έκανε κι αυτός την επίσημη εμφάνισή του. Καθώς περπατούσε κι έτριζαν, το τριζοβόλημά τους έμοιαζε σαν γαμπριάτικο τραγούδι. Ένα ζευγάρι τσαρούχια δίνει πολλές φορές στη ζωή των ανθρώπων τη σημασία της!
- Με γεια, Θανάση!
- Του χρόνου που θα τα φτιάσω μοναχός μου, να ιδείτε τι λογιά τσαρούχια θα 'χω!

Περνώντας τα Χριστόημερα, τον κατέβασε ο πατέρας του στη Χώρα. Είχε κάποιο σταυραδερφό τσαρουχά, μαγαζάτορα, και σ'αυτόν πέτονταν*. Του πήγε δυο λουκάνικα κι ένα τσουκάλι πηχτή. Αυτά ήταν τα δίδαχτρα, να πούμε, του Θανάση.
- Κουμπάρε (ήταν ψευτοκούμπαροι), σου παραδίνω το παιδί. Απ' το θεό και στα χέρια σου! Έχει μεγάλο ζήλο για την τέχνη σου. Θα ιδείς.
Ο κουμπάρος τον κράτησε. Και είδε. Όχι άλλο! Τεχνίτης γεννητάτος. Πρόωρη μεγαλοφυΐα της τέχνης των τσαρουχιών. Τον είχε δα ο κουμπάρος μη στάξει και μη βρέξει. Ο Θανάσης κι ο κόσμος όλος! Καμάρωνε ο Θανάσης, όταν κατέβαιναν οι χωρικοί να ψωνίσουν, και τον παίνευε ο κουμπάρος κι αγόραζαν εκείνοι τα τσαρούχια, που είχε βάλει κι αυτός τον κόπο του και την τέχνη του. Του φαινόταν πως τα 'στελνε πεσκέσι* στο χωριό του. Θα τριζοβολούσε και θα κατακοκκίνιζε το χοροστάσι απ' τα δικά του τα έργα.




Πέρασ' ένας χρόνος. Ζηλευτικιά τέχνη. Όλο και τον τραβούσε πιο πολύ. Δούλευε όλη μέρα. Έκανε και νυχτέρι. Αν ήταν βολετό να ποδέσει αυτός όλα τα χωριά της Ρούμελης κι όλα τα ευζωνικά συντάγματα της Ελλάδας! Όμως, απ' την πολλή δουλειά είχε κόψει, είχε αχαμνήνει λίγο. Κάποτε που 'ρθε ο πατέρας του, το πρόσεξε.
Μην ήταν τίποτα ζαμπούνης*; Μην τον πείραξε κανένα κρυφομάζωμα*; Να κράξει το γιατρό; 
Ο Θανάσης γελούσε κι ο κουμπάρος ξηγήθηκε:
- Είναι στη δουλειά του νταμαχιάρης*. Πέφτει απάν'-καταπάν'! Εγώ τον μαλώνω. Δε μ' ακούει.
- Γιατί, ορέ, δεν κάνεις νισάφι;
- Αφού έχουμε δουλειά;
- Βάλε καλή σειρά, γιατί θα σε πάρω στο χωριό!
- Παραπέρα, τα Χριστοήμερα, ας έρθει, είπε τ' αφεντικό, να ξεκουραστεί. 
Τι καλός λόγος! Ναι, τα Χριστούγεννα πρέπει να πάει χωρίς άλλο στο χωριό. Να τους ιδεί και να τον ιδούν. Και όλο το ονειρευόταν πια αυτό το ταξίδι. Και το ετοίμαζε μέσα στο μυαλό του. Πώς όμως να πάει; Αυτός, καλά, θα είχε καινούργια ρούχα και καινούργια τσαρούχια. Μα να πάει με άδεια χέρια; Δίχως πεσκέσι*για τη μάνα και για τον πατέρα; Δε γίνεται! Θυμήθηκε τα τσαρούχια που του είχε πρωτοφέρει ο πατέρας, χωρίς να του τα ζητήσει. Με τι χαρά είχε γιορτάσει φορώντας τα, τις άγιες αυτές μέρες! Έτσι πρέπει να του πάει τώρα κι αυτός, χωρίς να του τα 'χει ζητήσει, ένα ζευγάρι τσαρούχια. Κι ένα ζευγάρι παπούτσια της μάνας. Αυτό είναι! θα το μάθει όλο το χωριό, θα χαρούν οι φίλοι και θα σκάσουν οι οχτροί. Α! χωρίς άλλο, καλύτερα να μην πάει καθόλου, παρά να πάει χωρίς τα δώρα των γονέων!... Μα πώς να τα πάρει; Δε μπήκε ακόμα σε μεροδούλι. Λογαριάζεται πως ακόμα μαθαίνει την τέχνη... Τον ταΐζει και τον ντένει τ' αφεντικό μονάχα... Όμως κάπως πρέπει να τα οικονομήσει!...
Όχι, όχι έτσι! Θα πεις, δε θα τον καταλάβει ο κουμπάρος· έχουν τόσο πολύ έτοιμο πράμα στο μαγαζί... Μα δεν κάνει, δεν κάνει!... Ακούς εκεί, να τα κλέψει!... να τα κλέψει! Πώς του ήρθε τέτοιος πειρασμός στο νου; Και τι αξία θα είχαν τα κλεμμένα τσαρούχια; Καταραμένα θα ήταν. θα γλίστραγε ο πατέρας μ' αυτά να τσακιστεί, Θεός φυλάξοι!... Ή θα ερχόταν το απόσπασμα να τους πιάσει όλους, θα τους κρέμαγε ο νωματάρχης τα κλεμμένα τσαρούχια στο λαιμό και θα τους πόμπευε σ' όλο το χωριό. Φαντάσου ντροπή!... Μπα, σε καλό! Τα κάνει αυτός τέτοια πράματα;

- Τι λες, Θανάση; θα πας ή όχι;
- Πώς να πάω, αφεντικό;
- Με τα ποδαράκια σου. Παιδί πράμα!
- Όχι αυτό... Δεν έχω αλλιώς τον τρόπο...
- Θα σου δώσω το χαρτζιλικάκι σου... Πάρε μπρος μεριά* το μποναμά εσύ.
Μποναμά; Χαρτζιλίκι; Κάτι θα γίνει, σώπα!... Να του το πει; Τι θα χάσει; Το και το!... Ο καλός αφεντικός, ο καλός κουμπάρος, συγκινήθηκε. Τέτοια παιδιά αξίζουν. Του είπε ένα «μπράβο» και τον χρέωσε μ' ένα ζευγάρι τσαρούχια και ένα ζευγάρι παπούτσια. Τα καλοδιάλεξε ο Θανάσης και την παραμονή των Χριστουγέννων τα 'βαλε στο σακούλι του μαζί με τα καινούργια τα δικά του, το κρέμασε στον ώμο και τράβηξε για το χωριό, συντροφιά μ' άλλους χωρικούς και μ' άλλους γειτονοχωρίτες.



Ήταν μια χαρά στο δρόμο, καθώς περπατούσε γρήγορα και κουβεντιαστά το χαρούμενο ασκέρι. Όλοι πήγαιναν τα ψώνια τους κι άλλος συλλογιζόταν τη νιόνυφη γυναίκα του, άλλος τη μάνα του κι άλλος την αδερφή του. Έλεγαν ποιος έχει το μεγαλύτερο θρεφτάρι φέτο στο χωριό και ποιος έχει το καλύτερο κρασί. Αλλά τους έπιασε στο δάσος με τις μεγάλες δρυς βροχή κι αυτό ήταν πολύ κακό. Οι άλλοι είχαν τις καπότες τους και κάτι γλίτωσαν. Ο φτωχός ο Θανάσης έγινε μουσκίδι.


Είδαν κι έπαθαν όσο να φτάσουν στο χάνι του Ρουπακιά. Άναψαν εκεί μεγάλη φωτιά και στέγνωσαν. Οι άλλοι κίνησαν σε λίγο να φύγουν, θα τραβούσαν όλη νύχτα. Είχαν ακόμα τέσσερις ώρες δρόμο. Βγήκαν όξω,  σιγόβρεχε... θεοσκόταδο! Πού να πάει αυτός; θα μείνει να περάσει η βροχή, να ξαστερώσει κιόλας. Ας δώσουν χαμπέρι πως έρχεται και θα ξημερώσει κι αυτός στο χωριό. Πώς αλλιώς να γίνει;... Γύρισε μέσα και ξανάκατσε να αποστεγνώσει στο παραγώνι. Ήταν κι άλλοι πεντέξι από κοντινότερα χωριά. Αυτοί δε βιάζονταν πολύ κι έκατσαν να πυρωθούν καλά. Δεν τους γνώριζε τα ονόματά τους. Ο ένας τώρα έβγαινε από φυλακή, τέσσερα χρόνια για ζωοκλοπή. Βλαστήμαγε τον αποσπασματάρχη, που τον είχε πιάσει και τον πρόεδρο, που τον είχε δικάσει. Άλλος ήταν ακόμα τώρα φυγόδικος για όμοια δουλειά.
- Όταν τα τρώγατε, ήταν καλά! τους έλεγε ο χαντζής*.

Έβγαλε ο Θανάσης απ' το σακούλι τα καινούργια τσαρούχια να τα πυρώσει. Είχαν βραχεί κι αυτά πολύ.
- Πούθε τα 'κλεψες; τον ρώτησε ο φυγόδικος.
- Δεν τα 'κλεψα. Τα δούλεψα!
- Τίνος είσαι;
- Του πατέρα μου...
- Είναι τ' Θωμοχρήστ' απ' τα Βαρικά, το γνώρισα! είπε ο χαντζής.
- Με τον πατέρα σ', έχουμε κλέψ' μαζί δυο τραγιά! είπε ο κατάδικος.
- Δεν το πιστεύω να λες αλήθεια, είπε ο Θανάσης πειραγμένος. Αν έκλεβε ο πατέρας μου, θα 'ταν σαν και σένα στη φυλακή!
- Είν' άξιος και τα σκεπάζεται.
- Άλλη κουβέντα έχεις;



Η βροχή είχε δυναμώσει. Δείπνησαν με ψωμί κι ελιές. Έπειτα τους πήρε ο ύπνος. Ο Θανάσης πλάγιασε ριζά στον τοίχο. Βεργόπλεχτο ήταν το χάνι, μόνο η σκεπή του ήταν με κεραμίδια. Κι από μέσα το πλέμα του τοίχου του ήταν αλειμμένο με πηλό. Εκεί που πλάγιασε ο Θανάσης ένα μεγάλο κομμάτι πηλός είχε φαγωθεί και φαινόταν τρυπητός ο βεργοπλεγμένος τοίχος. Όμως, απ' έξω ήταν ένα χαμηλό υπόστεγο, σαν μαγειριό και σαν αποθήκη, κολλημένο στην καλύβα. Έτσι, δεν έφτανε να μπει η βροχή από το χάλασμα εκείνοο πρόσεξε καλά ο Θανάσης, κι ασφαλισμένος έγειρε να κοιμηθεί.

Η φωτιά είχε κατακάτσει, μόνο θράκα μπόλικη έκαιγε... Κουκουλώθηκε σ' ένα βρομερό τσόλι του χαντζή και τον πήρε βαριά. Χίλια ονείρατα έβλεπε στον ύπνο του. Το χωριό του, το σπίτι του, τους γονιούς του, το γουρούνι τους σφαγμένο. Ακόμα είδε τους καλικαντζάρους, καμιά δεκαριά, να πολεμάνε να κατεβούνε από το μποχαρί* μέσα στο σπίτι τους. Αυτός ήταν τάχα απ' έξω και τους έβλεπε. Καμώθηκε να φωνάξει, για να τους διώξει, μα πάλι θυμήθηκε πως δεν έκανε. Τώρα, λοιπόν, θα κατεβούν στο σπίτι να τους μαγαρίσουν το αμπάρι με τ' αλεύρι; Όχι! Ιδές τους πώς φεύγουν παρασανταλισμένοι*! Η μάνα τα ξέρει αυτά. Είχε βάλει ένα παλιοτσάρουχο στο τζάκι. Όπου φύγει-φύγει οι καλικαντζαραίοι!...


Άξαφνα τον ξύπνησαν κάτι φοβερά σκουξίματα. Λαβάτωσε*. Οι καλικαντζάροι, οι καλικαντζάροι χωρίς άλλο! θα μπήκαν στο χάνι, θα τους μολέψουν... μπορεί να του φάνε τ' αυτιά!... Κουκουλώθηκε στο τσόλι*. Τα σκουξίματα βάσταξαν λίγη ώρα κι έπειτα έπαψαν μεμιάς. Θα 'φυγαν από 'δώ. Σκοτάδι το χάνι...
Έβγαλε το κεφάλι του έξω. Κάποιος ρουχνούσε. Μα έφεγγαν ζωηρά οι χαραματιές εκεί στο χάλασμα, πλάι του. Από κει είχαν έρθει τα σκουξίματα. Τι φλόγα ήταν αυτή; Μήπως έβαλαν φωτιά στην καλύβα οι καλικαντζάροι;... Κόλλησε το μάτι του στις χαραματιές, και τι να ιδεί!... Δυο χωριάτες ντυμένοι με κοντοκάπια, ίδιοι καλικαντζάροι, είχαν σφάξει ένα γουρούνι μικρό. Και τώρα το βουτούσαν σ' ένα καζανάκι βραστό νερό και το
μαδούσαν γρήγορα-γρήγορα. Αλήθεια, σαν καλικαντζάροι, σαν παγανά* έμοιαζαν την ώρα εκείνη, με τα κοντοκάπια τους γύρω στη φωτιά. Και το γουρουνάκι έμοιαζε σαν ανθρωπάκος, σαν παιδόπουλο, που το 'χαν τα ξωτικά και το βασάνιζαν. Ανατρίχιασε...

- Αμ πώς; Δε θα κάμουμε κι εμείς Πάσχα εδώ στην ερημιά; έλεγε ο ένας χωριάτης.
- Από πού το 'κλεψες, μωρέ; ρωτούσε ο άλλος, που ήταν ο ίδιος ο χαντζής.
- Αύριο, μεθαύριο θα τ' ακούσεις... Τι μοναχά πρόσεξε, μη με ζεματίσεις με το θερμό!...
Πετάχτηκε ο Θανάσης να φύγει, να μην κολαστεί κι αυτός εκεί πέρα. Σιάχτηκε, απλώνει να πάρει το σακούλι του, πουθενά σακούλι! Μπήχνει τις φωνές.
- Μ' έκλεψαν! Το σακούλι μου!... 
Ξυπνούνε οι άλλοι, τρέχει ο χαντζής.
- Πού το 'χες απιθώσει;
- Το 'χα κρεμάσει στο καρφί!
- Μην έπεσε κάτω;
Έψαξαν όλο το χάνι, μέσα κι έξω.
- Καλά και σε κουβεντιάζω!... Να μου φέρεις το σακούλι και τα τσαρούχια που είχε μέσα! Ανοίγει μεγάλος καβγάς.
- Θα το 'κλεψαν αυτοί που σηκώθηκαν κι έφυγαν πιο νύχτα, λέει ο χαντζής. Τώρα μόλις έφυγαν.
- Θα τους βρούμε, πού θα μας παν!
- Εσύ το 'κλεψες! φωνάζει ο Θανάσης. Εσύ, όπως έκλεψες και το γουρουνόπουλο, που μαδάτε κει απόξω!...
- Θα το 'κλεψαν τα Παγανά! είπε κάποιος χωρατατζής.
- Ξανάειδες καλικαντζάρους με καινούργια τσαρούχια; ρώτησε άλλος, κοροϊδεύοντας.

Έσκασαν στα γέλια όλοι. Ένα βαθύ παράπονο ένιωσε ο Θανάσης. Κοροϊδεύουν; Είναι για κοροϊδία; Είχε μια κρυφή ορμή να τους σκοτώσει όλους. Όλοι τους τέτοιοι είναι. Κακούργοι, κλέφτες! Παραμονή Χριστουγέννων, την ώρα που γεννιέται ο Χριστός στη σπηλιά του, αυτοί κλέβουν τα ξένα γουρουνόπουλα και τα ξένα τσαρούχια! Τι χειρότερο θα 'καναν οι καλικάντζαροι, τα όργανα του Σατανά; Ήταν έτοιμος να κλάψει.

- Μην κάθεσαι, παιδί μου, του είπαν οι άλλοι. Αυτός πόκανε την πράξη δεν είναι μακριά φτασμένος... Κυνήγησε τον, σαν παιδάκι που είσαι... Άμα τον φτάσεις, θα ντραπεί και θα το πετάξει το σακούλι.
Τους κοίταξε αμίλητα, κουτά, ντράπηκε να κλάψει. Δεν είχε τι άλλο να κάμει και χώθηκε στο σκοτάδι, έξω απ' το χάνι...
Μόλις χώριζε ο δρόμος καταγής. Έτρεξε βιαστικά τον ανήφορο, μια τρομαγμένος και μια αγαναχτισμένος. Ο αέρας τίναζε τα δέντρα και οι βροχοσταλίδες τον χτυπούσαν στα μούτρα... Έτρεξε κάμποσο. Δεν απάντησε ψυχή. Αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν άλλη περπατησιά. Κοντοστάθηκε. Τον περόνιαζε το κρύο. Είπε να γυρίσει πίσω. Πού να πάει; Πάλι στο χάνι; Μπορεί και να τον σκοτώσουν κιόλα και να τον ζεματίσουν, σαν το γουρουνόπουλο!... Προχώρησε. Ανήφορος... Βγήκε στο ψηλό διάσελο. Αγνάντεψε τη μεγάλη χούνη* των βουνών που ήταν γιομάτη πηχτό σκοτάδι. Είχε ξαστερώσει και τα κορφοβούνια ξεχώριζαν ανάμεσα στα σκόρπια και στ' ανάρια τ' αστεράκια. Τσουχτερό κρύο στάλαζε από γύρω του. Κι από μέσα του ανάβλυζε μυστικός τρόμος. Τα 'χασε. Κάποια συντέλεια προφήτευε η ψυχή του. Ζούσε ή δε ζούσε εκείνη την ώρα; Όπως και να 'ναι, δε θα ζήσει άλλο, ποτέ πια!...
Κάποτε, μέσα στην κατασκότεινη χούνη*, πρόσεξε λίγα μακρινά φωτεράκια. Κι άλλα πιο κει κι άλλα πιο πέρα. Τρεμόσβηναν, σαν τ' αστέρια τ' ουρανού, σαν σπίθες από παραγώνι... Τα χωριά είναι, τα χωριά!... σκέφτηκε. Βέβαια. Ξυπνούν τώρα πια για την εκκλησιά. Χριστούγεννα! Θα είναι οι παπάδες, οι ψάλτες, οι καντηλανάφτες. Οι πρώτοι που ξυπνούν κάθε χρόνο. Σε λίγο ακούστηκε η πρώτη καμπάνα. Έπειτα και δεύτερη. Έπειτα και τρίτη. Ποια να 'ναι απ' το δικό του χωριό; Τα φωτεράκια πυκνώσανε κι έπειτα όλα, όλα σχεδόν, κουνηθήκανε και πήγαιναν, σε κάθε χωριό, κατά ένα μέρος όλα. Πήγαιναν κατά την εκκλησιά... Ήταν οι χωρικοί με τα κλεφτοφάναρα και με τα δαδιά, που βάδιζαν για τη φάτνη του Χριστού!



Ζεστάθηκε η καρδιά του Θανάση. Άλλαξε όλος ο τόπος γύρα. Η σκοτεινή χούνη σα να γιόμισε φως. Σα να την κατοίκεψαν άγγελοι κι όχι πια καλικαντζάροι. Έτσι... Ας τρέξει κι αυτός στο χωριό του. Να προφτάσει την εκκλησιά. Ν' ακούσει το "Δόξα εν Υψίστοις"...Προχώρησε δυο βήματα. Και στάθηκε πάλι. Πώς να πάει έτσι, με αδειανά χέρια, χωρίς δώρο για τους γονιούς, χωρίς καν δικά του καινούργια τσαρούχια; Όχι, δε θα πάει! Καλύτερα να γυρίσει στη Χώρα. Κι ακόμα πιο καλύτερα να ριζώσει κάπου εκεί, ν' απαγκιάσει, να παρακολουθήσει από μακριά τη λειτουργία των Χριστουγέννων στα τρία χωριά της χούνης.  Θ' ακούσει κι άλλες φορές τις τρεις καμπάνες. θα ξαναϊδεί τα φωτεράκια να φεύγουν τα ξημερώματα από τις εκκλησιές, όλα μαζί, και να σκορπούν ένα-ένα προς τους μαχαλάδες.  Θα ειπεί «Χρόνια πολλά! Χρόνια πολλά!...».
Κι έπειτα, ναι, ας γυρίσει στη Χώρα καταμόναχος, αφού ο κόσμος είναι τόσο κακός και δε φοβάται το Χριστό ούτε όταν σταυρώνεται ούτε όταν γεννιέται.

Έτσι θα κάμει... Αφού μάλιστα και ξαναβρέχει. Έτρεξε να κρυφτεί κάπου και, τυχερό του, βρέθηκε μπροστά στη μικρή σπηλιά, που αντίκριζε, παραπανούλια* απ' το δρόμο, το χωριό του, τα Βαρικά... Μπήκε κι απάγκιασε στον ταπεινό της θόλο... Κοιτάζοντας τις χλωμές σπιθούλες της ξέμακρης εκκλησιάς και προσμένοντας να ξανακούσει τους σβησμένους ήχους της χωριανής καμπάνας, αποκοιμήθηκε. Για να ιδεί στον ύπνο του πως βρισκόταν τάχα στην ίδια τη σπηλιά της Βηθλεέμ, που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός... Να η Παναγία! Να κι ο Ιωσήφ!... Να το άστρο που οδηγεί τους Μάγους!...Έφτασαν οι Μάγοι και προσκυνούν το Χριστό. Γιομίζουν με δώρα, πολλά δώρα, τη φάτνη των αλόγων. Ούτε μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πόσων λογιών δώρα έχουν φέρει οι Μάγοι! Όμως, ανάμεσα στ' άλλα δώρα, τα πολλά τα δώρα, μπόρεσε ο Θανάσης να ξεχωρίσει ένα ζευγάρι καινούργια, κατακόκκινα τσαρούχια...
 



Λεξιλόγιο

ασίκης(θηλ. ασίκισσα) = ωραίος, εύσωμος, λεβέντης
γλίνα = υποκατάστατο του βουτύρου (ζωικό λίπος)
ζαμπούνης = άρρωστος, ανήμπορος
κρυφομάζωμα = εσωτερικό απόστημα

λαβάτωσε = τρομοκρατήθηκε, αναστατώθηκε
ματιά = είδος λουκάνικου, όπου το έντερο γεμίζεται και με ρύζι
μεριά = προκαταβολικά
μποχαρί = καμινάδα


νταμαχιάρης = πλεονέκτης
παγανά = άλλη ονομασία των καλικάντζαρων
παραπανούλια = λίγο παραπάνω (επίρρ.)

παρασανταλισμένοι= ζαλισμένοι και τρικλίζοντας
πεσκέσι = δώρο επίσκεψης
πέτονταν = πετάχτηκε, απευθύνθηκε
πηχτή = χυλός με ψιλοκομμένο έντερο


τσόλι = κουρέλι
φούβα = εντύπωση
χαν(ι)τζής = ιδιοκτήτης του χανιού

χοντράδα = οι χόνδροι
χούνη = κοίλωμα, φαράγγι

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Μια γέρικη ελιά στη φάτνη του Χριστού

6η ιστορία
Μια γέρικη ελιά στη φάτνη του Χριστού, λαϊκό παραμύθι

Η σημερινή μας ιστορία είναι μικρή αλλά ενδιαφέρουσα. Συνδέει άρρηκτα τη θρησκεία μας , το Χριστό με το αγαπημένο δέντρο των Ελλήνων, την ελιά. Η ελιά, δέντρο ευλογημένο, σύμβολο της ειρήνης και της ευημερίας, είναι ταυτόχρονα και βασικό αγροτικό προϊόν (κυρίως το λάδι της) για τις περισσότερες περιοχές της πατρίδας μας.


Το βράδυ που γεννήθηκε ο Χριστός έκανε πολύ κρύο. Η σπηλιά ήταν κρύα και η Παναγία δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε ο Ιωσήφ σκέφτηκε να ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν λίγο, μα δεν έβρισκε πουθενά ξύλα. Βγαίνει έξω από τη σπηλιά, κάνει μια βόλτα, μα τίποτα. Ξαναμπαίνει πάλι μέσα, παίρνει λίγα άχυρα από τη φάτνη και ανάβει φωτιά. Μόλις τα είδε η Παναγία δάκρυσε και είπε να είναι πάντα χρυσά.
Όμως ύστερα από λίγο τα άχυρα έσβησαν. Η σπηλιά ξαναπάγωσε. Βγήκε πάλι ο Ιωσήφ και τα πόδια του μπερδεύτηκαν σ’ ένα ξερό κλαδί. Ήταν δεντρολίβανο. Ο Ιωσήφ το άναψε και η Παναγία ευχήθηκε να μοσχομυρίζει και να στολίζει τις εικόνες των Αγίων. Μα η φωτιά κράτησε λίγο και η παγωνιά δυνάμωσε.
Τότε ο Ιωσήφ άκουσε μέσα από το σακούλι του φωνές που του έλεγαν: Πήγαινε Ιωσήφ στη μάνα μας την ελιά, πάνω απ’ τη σπηλιά και πες της πως κινδυνεύει ο Χριστός. Θα στενοχωρηθεί πολύ που το ξέραμε και δεν της είπαμε τίποτα. Ήταν μια χούφτα ελιές που τις είχε φυλάξει μαζί με λίγο ψωμί για ώρα ανάγκης.
 
               
Ο Ιωσήφ πήγε στην ελιά και εκείνη άρχισε να σπάει κομμάτια ξύλου από το γέρικο κορμό της και να τα σπρώχνει προς την είσοδο της σπηλιάς. Όλη τη νύχτα έκαιγε η φωτιά και η ζεστασιά απλώθηκε γύρω από τον νεογέννητο Χριστό.
Το πρωί το δέντρο δεν υπήρχε παρά μόνο ένα κούτσουρο ρίζας. Όταν το είδε η Παναγία δάκρυσε, έσκυψε, το χάιδεψε και είπε. Την ευχή μου να ’χεις και να μην ξεραίνεσαι ποτέ. Το λάδι σου να τρέφει και να φωτίζει τους ανθρώπους. Το βράδυ να φωτίζεις το καντήλι του Χριστού.
Έτσι κι έγινε. Μέχρι το βράδυ η ελιά ξανάγινε μεγάλη όπως ήταν πριν. Από τότε η ελιά δε γερνά. Ξεραίνεται, μα από τις ρίζες της ξαναβλασταίνει και ξανανιώνει.



Το παραμύθι και σε βίντεο:

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

5η ιστορία

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Συνεχίζουμε σήμερα με ένα κλασικό παραμύθι, του πιο μεγάλου παραμυθά, του Δανού Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Παραμύθι παλιό, ευρέως γνωστό, αλλά πάντα επίκαιρο, αφού τόσα χρόνια μετά, τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου, όπως η πείνα και η φτώχεια, εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα.

Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα. Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα. Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.
Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα. Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή. Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.


Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.
Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.
Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;
Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει. Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.
Τὸ κοριτσάκι προχώρησε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω ἀπὸ τὸν ἀναμμένο φανοστάτη. Ἀπὸ τὸ παράθυρο κάποιου σπιτιοῦ ἔβλεπε ἕνα δωμάτιο μὲ χριστουγεννιάτικες γιρλάντες καὶ στολίδια καὶ μία τρυφερὴ μανούλα νὰ ταΐζει μὲ στοργὴ καὶ ἀπέραντη ἀγάπη τὴν κορούλα της.
Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ. Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε. Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς. Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.
Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.
Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.
Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα. Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν. Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.
Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...
Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ ἀγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα. «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».
Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.

Το παραμύθι σε ταινία:


Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ξεκινούν τα σχολικά δρομολόγια - Νέα ενημέρωση

 
Κάλλιο αργά... παρά ποτέ!
Ξεκινούν από αύριο Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015 τα δρομολόγια του σχολικού λεωφορείου για τους μαθητές του Σχολείου μας που μένουν σε γειτονικά χωριά, μετά από επίμονες προσπάθειες του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων και του Προέδρου του Τοπικού Συμβουλίου Όσσας κ. Μπρατάνη Στέλιου τους οποίους και ευχαριστούμε θερμά.
 
Το  τελικό πρόγραμμα των δρομολογίων έχει ως εξής:
 
Το πρωί αναχώρηση από:
Πολυδέντρι: 7:35
Πέντε Βρύσες: 7:40
Γαλήνη: 7:45
Βερτίσκος: 8:05
 
Επιστροφή το μεσημέρι
Αναχώρηση από το Σχολείο για Γαλήνη (Νηπιαγωγείο & Μικρές τάξεις): 12:25
Άφιξη στη Γαλήνη: 12:30
Αναχώρηση για Βερτίσκο: 12:40
Άφιξη στο Βερτίσκο: 12:50
Αναχώρηση για Γαλήνη (Μεγάλες τάξεις), Πέντε Βρύσες, Πολυδέντρι: 13:15
Αφίξεις Επιστροφής
Γαλήνη: 13:20
Πέντε Βρύσες: 13:25
Πολυδέντρι: 13:30
 
Παρακαλούνται όλοι οι μαθητές να βρίσκονται εγκαίρως στο σημείο της αναχώρησής τους και οι γονείς να περιμένουν εγκαίρως στη στάση τα παιδιά τους στην επιστροφή.
 
Καλή αρχή και καλά και ασφαλή δρομολόγια!

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

11 Δεκεμβρίου 2015: Παγκόσμια Ημέρα Παιδιού

Στις 11 Δεκεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα του Παιδιού. Τα παιδιά όλου του κόσμου γιορτάζουν!!!
Στις 11 Δεκεμβρίου 1946 ιδρύθηκε η UNICEF, η Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά με σκοπό να βοηθήσει τα παιδιά της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Κίνας μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1959, ο ΟΗΕ με έκδηλες την ανησυχία, τη φροντίδα και την ευθύνη για την προστασία του παιδιού, ψήφισε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού με τη διαμόρφωση ενός νομοθετικού καθεστώτος προστασίας από κάθε μορφή εκμετάλλευσης ή παραμέλησης.
Το 1989 υπογράφεται και ψηφίζεται η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού που επικυρώθηκε από πολλές χώρες (στην Ελλάδα έγινε νόμος του κράτους το 1992), ενώ στην Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής το 1990 με τη διατύπωση των «Αρχών του Riyard», επισημάνθηκε το πρόβλημα της κακοποίησης των παιδιών και της βίας σε όλες τις μορφές της, ως κοινωνικό φαινόμενο και τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση, ως διεθνής νόμος, αποτελώντας την πλέον αποδεκτή, σε ευρύ πεδίο, συνθήκη ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την παγκόσμια συνειδητοποίηση πως η ανθρώπινη πρόοδος μπορεί μόνο πραγματικά να επιτευχθεί, όταν το κάθε παιδί θα έχει μια υγιή και προστατευμένη παιδική ηλικία.

"Όλα τα παιδιά είναι ίσα. Έχουν δικαίωμα να τα αντιμετωπίζουν χωρίς διακρίσεις λόγω της φυλής, του φύλου, της γλώσσας, της θρησκείας, των απόψεων, της περιουσίας, της κατάστασης, των ιδιαίτερων αναγκών ή της εμφάνισής τους".

Με την ευκαιρία του εορτασμού της Παγκόσμιας ημέρας παιδιού στις 11 Δεκεμβρίου, ας σκεφτούμε όχι μόνο τα παιδιά μας, αλλά και τα παιδιά όλου του κόσμου ανεξαιρέτου χρώματος και φυλής, σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη και αν ζουν.
Ας σκεφτούμε τα παιδιά που έχουν εξαναγκαστεί στην παιδική εργασία, που δεν έχουν όχι μόνο τετράδια και βιβλία, αλλά δεν έχουν εμβόλια και το σημαντικότερο δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Παιδιά που στηρίζουν τις ελπίδες τους σε εθελοντές γιατρούς, ιεραποστολές και οργανώσεις όπως η Actionaid που φροντίζουν για την τυπική αναδοχή των παιδιών προκειμένου να καλυφθούν πάγιες ανάγκες τους.

children-day

Σε όλους μας αρέσει να μιλάμε στα παιδιά, μα σπάνια ακούμε τι προσπαθούν να μας πουν πραγματικά και ακόμα σπανιότερα αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες τους. Σήμερα λοιπόν ας σωπάσουμε εμείς οι μεγάλοι και ας δώσουμε το λόγο στα παιδιά. Και να τι θα μας έλεγαν αν μπορούσαμε να τα ακούσουμε:
  • Αν ζω μέσα στην κατανόηση, μαθαίνω να έχω υπομονή.
  • Αν ζω μέσα στη δικαιοσύνη, μαθαίνω να είμαι δίκαιος.
  • Αν ζω μέσα στην ασφάλεια, μαθαίνω να πιστεύω.
  • Αν ζω μέσα στην κριτική, μαθαίνω να κατακρίνω.
  • Αν ζω σε εχθρικό περιβάλλον, μαθαίνω να καυγαδίζω.
  • Αν ζω μέσα στην ντροπή, μαθαίνω να αισθάνομαι ένοχος.
  • Αν με δέχονται όπως είμαι, μαθαίνω να βρίσκω την αγάπη μέσα στον κόσμο.

Η Χάρτα των δικαιωμάτων του παιδιού αναφέρει:

  • Δικαιούμαι να έρθω στη ζωή. Δικαιούμαι να υπάρξω.
  • Δικαιούμαι να μεγαλώσω σε έναν κόσμο χωρίς βία και φτώχεια.
  • Δικαιούμαι να ζήσω σε έναν κόσμο που σέβεται και προστατεύει το φυσικό περιβάλλον.
  • Δικαιούμαι να έχω ελεύθερη πρόσβαση στον μαγικό κόσμο της γνώσης.
  • Δικαιούμαι να έχω ελεύθερο χρόνο και χώρο για να παίζω.
  • Δικαιούμαι να μάθω τι είναι καλό για την σωματική και ψυχική μου υγεία.
  • Δικαιούμαι να περνάω αρκετό χρόνο με τους γονείς μου.
  • Δικαιούμαι να ζήσω με αθωότητα και ανεμελιά τα παιδικά μου χρόνια.
  • Δικαιούμαι να ζήσω σε μια κοινωνία που προστατεύει τα προσωπικά μου δεδομένα.
  • Δικαιούμαι έναν κόσμο ανθρώπινο, δίκαιο και ειρηνικό. ΄Εναν κόσμο στον οποίο θα μεγαλώσουν αύριο τα δικά μου παιδιά. (Πηγή UNICEF)

Τα παιδιά δικαιούνται να ζουν σε ένα ειρηνικό, ασφαλές και υγιές περιβάλλον για να βιώσουν με αξιοπρέπεια τα παιδικά τους χρόνια. Ένα περιβάλλον στο οποίο δεν θα λείπει το νερό, καθαρός αέρας για να αναπνέουν. Ας φροντίσουμε όλοι μας να κάνουμε αυτό το πολύτιμο δώρο στα παιδιά μας. Ας τους χαρίσουμε τα όμορφα πράσινα δάση μας, τις κρυστάλλινες πηγές, τις λαμπερές θάλασσες, τον καθαρό αέρα. Δώρα τόσο πολύτιμα και τόσο μοναδικά όπως τα ίδια τα παιδιά.
 Πηγή: e-πύλη εκπαίδευσης, Γεωργία Νικητέα, EcoView.gr

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Διαιρετότητα και παραγοντοποίηση


ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΞΕΡΩ

Η διαιρετότητα (κριτήρια, διαιρέτες, Μ.Κ.Δ. κλπ.) και η παραγοντοποίηση είναι μια αξιόλογη γνώση που πρέπει να κατέχει κάθε μαθητής που τελειώνει το δημοτικό σχολείο. Για να κατακτήσουμε αυτή τη γνώση πρέπει να μάθουμε κάποια πράγματα απέξω και να κατανοήσουμε κάποια άλλα. Στη συνέχεια δίνονται σύντομα και περιεκτικά το τι θα πρέπει να γνωρίζει ο μαθητής πάνω στο θέμα αυτό:

Α. ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ

1.       Διαιρέτης λέγεται κάθε φυσικός αριθμός που διαιρεί ακριβώς έναν άλλο φυσικό αριθμό. Για παράδειγμα ο αριθμός 9 έχει τρεις διαιρέτες: 1, 3, 9.

Σημείωση: Εάν ξέρω καλά την προπαίδεια, μπορώ να βρίσκω εύκολα τους διαιρέτες. Για παράδειγμα θέλω να βρω τους διαιρέτες του 20. Θυμάμαι από την προπαίδεια ποιοι αριθμοί όταν πολλαπλασιαστούν μεταξύ τους μου δίνουν 20: 4Χ5=20 & 2Χ10=20. Επομένως το 20 έχει διαιρέτες τους αριθμούς: 4,5,2,10,1,20. (Στο τέλος πάντα προσθέτω στους διαιρέτες τον εαυτό του και το 1, αυτοί είναι οι πιο εύκολοι διαιρέτες αφού υπάρχουν σε όλους τους αριθμούς).

2.       Ζυγοί ή άρτιοι αριθμοί. Λέγονται οι αριθμοί που τελειώνουν σε  0,2,4,6,8.

3.       Μονοί ή περιττοί αριθμοί. Λέγονται οι αριθμοί που τελειώνουν σε 1,3,5,7,9.

4.       Πρώτοι αριθμοί. Λέγονται οι αριθμοί που έχουν μόνο δύο διαιρέτες: τον εαυτό τους και το 1. Για παράδειγμα ο αριθμός 11 είναι πρώτος γιατί έχει μόνο δύο διαιρέτες: το 11 και το 1.
Σημείωση: Καλό είναι να ξέρω απέξω τους πρώτους αριθμούς από το 1 μέχρι το 30 που είναι οι αριθμοί (δέκα στο σύνολο): 2,3,5,7,11,13,17,19,23,29.

5.       Σύνθετοι αριθμοί. Λέγονται οι αριθμοί που έχουν από τρεις διαιρέτες και πάνω. Για παράδειγμα ο αριθμός 10 έχει τέσσερις διαιρέτες: 1, 2, 5, 10.


Β. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΔΙΑΙΡΕΤΟΤΗΤΑΣ

Τα κριτήρια τα χρειαζόμαστε για να βρίσκουμε εάν ένας μεγάλος αριθμός (αυτοί που βρίσκονται εκτός της προπαίδειας) διαιρείται ακριβώς με κάποιο μικρότερο αριθμό (συνήθως τους μονοψήφιους αριθμούς).

Για παράδειγμα για τον αριθμό 24 δεν χρειάζομαι τόσο πολύ τα κριτήρια διαιρετότητας, αφού από την προπαίδεια μπορώ να ξέρω αν διαιρείται με τους περισσότερους μονοψήφιους αριθμούς (ξέρω δηλαδή ότι διαιρείται ακριβώς με το 3, το 4, το 6, το 8 και πιθανώς το 2 ή το 12).

Για ένα μεγάλο αριθμό όμως τα πράγματα είναι σαφώς πιο δύσκολα. Μας ρωτούν: διαιρείται ο αριθμός 2010 με το 3, με το 4, με το 5, με το 10; Εδώ σαφώς οι απαντήσεις είναι πολύ δυσκολότερες, αφού δε με βοηθάει η προπαίδεια και ο μόνος τρόπος για να απαντήσω είναι να κάνω ξεχωριστά τις διαιρέσεις με τον καθένα αριθμό.

Εδώ λοιπόν έρχονται τα κριτήρια διαιρετότητας και μας βοηθούν να απαντούμε στα παραπάνω ερωτήματα εύκολα, γρήγορα και με ακρίβεια.

1.       Του 2. Με το 2 διαιρούνται όλοι οι ζυγοί (άρτιοι) αριθμοί, δηλαδή όλοι οι αριθμοί που τελειώνουν σε 2, 4, 6, 8, 0. Π.χ. 22, 48, 1002, 1.000.000.

2.       Του 3. Με το 3 διαιρούνται όλοι οι αριθμοί που το άθροισμα των ψηφίων τους είναι: 3, 6 ή 9. Π.χ. Ο αριθμός 3.105 διαιρείται με το 3, γιατί 3+1+0+5=9.

3.       Του 4. Με το 4 διαιρούνται όλοι οι αριθμοί που τα δύο τελευταία ψηφία τους είναι πολλαπλάσιο του 4. Για παράδειγμα το 176 διαιρείται με το 4 γιατί τα δύο τελευταία ψηφία του είναι 76, το οποίο είναι πολλαπλάσιο του 4 (4Χ19=76).

Σημείωση: Η προπαίδεια του 4 μας βοηθάει μέχρι το 40. Από κι και πέρα προσθέτω κάθε φορά 4 για να φτάσω στον αριθμό που εξετάζω. Μπορώ να χρησιμοποιώ για σκαλοπατάκια το 60 και το 80, τα οποία μπορώ να ξέρω από πριν ότι είναι πολλαπλάσια του 4. Έτσι εάν τα δύο τελευταία ψηφία ενός αριθμού είναι 68, δεν ξεκινάω να προσθέτω 4 από το 40, αλλά από το 60 και λέω: 60+4=64, 64+4=68, επομένως ο ζητούμενος αριθμός είναι πολλαπλάσιο του 4.

4.       Του 5. Με το 5 διαιρούνται όλοι οι αριθμοί που τελειώνουν σε 0 ή 5. Π.χ. 105, 1000.

5.       Του 6. Με το 6 διαιρούνται όλοι οι αριθμοί που διαιρούνται ταυτόχρονα με το 2 και το 3. Π.χ. Ο αριθμός 3.024 είναι ζυγός και διαιρείται με το 2 ενώ διαιρείται και με το 3 (αφού 3+2+4=9), έτσι θα διαιρείται και με το 6. Πχ.  144, 1.002, 3.102.

6.       Του 9. Με το 9 διαιρούνται όλοι οι αριθμοί που το άθροισμα των ψηφίων τους είναι 9. Π.χ. 99, 1.017, 1.000.008.

7.       Του 10. Με το 10 διαιρούνται όλοι οι αριθμοί που τελειώνουν σε 0. Π.χ. 100, 1280, 1.357.960.

8.       Του 25. Με το 25 διαιρούνται όλοι οι αριθμοί που τα δύο τελευταία ψηφία τους είναι πολλαπλάσιο του 25. Π.χ. 175, 1025, 1.234.950.

Σημείωση: Επειδή τα πολλαπλάσια του 25 τελειώνουν σε 25, 50, 75, 00, μπορούμε πιο εύκολα να θυμόμαστε πως με το 25 διαιρούνται όλοι οι αριθμοί που τελειώνουν σε 25, 50, 75 ή 00.


Γ. ΠΑΡΑΓΟΝΤΟΠΟΙΗΣΗ

Παραγοντοποίηση ονομάζουμε την ανάλυση ενός  σύνθετου αριθμού σε γινόμενο πρώτων παραγόντων.

Για να το κάνουμε αυτό υπάρχουν τρεις τρόποι:

1ος  Τρόπος: Με δεντροδιαγράμματα.


Για παράδειγμα ο αριθμός 60 σπάει σε δύο αριθμούς σε 2 και 30 (αφού 2Χ30=60), στη συνέχεια τον 2 που είναι πρώτος τον μεταφέρω πιο κάτω όπως είναι, ενώ τον 30 που είναι σύνθετος τον σπάω σε 2 και 15 (αφού 2Χ15=30). Συνεχίζω έτσι μέχρι το τέλος να καταλήξω μόνο σε πρώτους αριθμούς. Έτσι τελικά γράφω:

60=2*2*3*5

2ος τρόπος: Με κάθετη γραμμή.

 

Τραβάω μια κάθετη γραμμή και ξεκινάω διαδοχικές διαιρέσεις. Αν είναι ζυγός αριθμός όπως το 60 ξεκινάω με το 2 και συνεχίζω μέχρι να μην διαιρείται πια ο αριθμός μου με αυτόν, στη συνέχεια προχωράω σε διαιρέσεις με το 3 (εάν διαιρείται), με το 5 (επίσης εάν διαιρείται) κλπ. μέχρι το τέλος να καταλήξω στον αριθμό 1 (προσοχή: για τις διαιρέσεις χρησιμοποιώ μόνο πρώτους αριθμούς). Τέλος παίρνω τους αριθμούς που είναι στα δεξιά της γραμμής και τους γράφω ως εξής:

60=2*2*3*5


3ος τρόπος: Με ανάλυση σε μια σειρά.

Αυτός ο τρόπος απαιτεί μια κάποια προηγούμενη εξοικείωση με την ανάλυση σε γινόμενο πρώτων παραγόντων. Είναι πιο γρήγορος και απλός, αλλά εάν δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως το μηχανισμό της παραγοντοποίησης μπορεί να δυσκολευτούμε. Ουσιαστικά ξεκινάμε γράφοντας τον αριθμό που θέλουμε να αναλύσουμε ως γινόμενο δύο οποιονδήποτε από τα ζευγαράκια των διαιρετών του. Πχ.

60=10*6

Στη συνέχεια ελέγχω εάν οι αριθμοί που βρήκα είναι πρώτοι και έτσι δεν χρειάζονται περαιτέρω ανάλυση ή σύνθετοι και έτσι θα τους αναλύσω κι άλλο. Στο παράδειγμά μου και το 10 και το 6 είναι σύνθετοι αριθμοί και έτσι θα τους αναλύσω κι άλλο:

60=10*6 = 2*5*2*3

Δηλαδή στη θέση του 10 έβαλα το 2*3 και στη θέση του 6 το 2*3. Ελέγχω πάλι εάν οι αριθμοί που βρήκα είναι πρώτοι οι σύνθετοι: και το 2 και το 3 και το 5 είναι πρώτοι, επομένως έχω τελειώσει την ανάλυσή του αριθμού 60 σε μια σειρά.

Στο τέλος τακτοποιώ τους παράγοντές μου (αριθμούς) με τη σειρά ξεκινώντας από τους μικρότερους.

2*2*3*5

Συνοπτικά ο παραπάνω τρόπος έχει ως εξής:

60=10*6 = 2*5*2*3 = 2*2*3*5
 
Δ. Εύρεση Μέγιστου Κοινού Διαιρέτη (Μ.Κ.Δ.)

Για την εύρεση του Μ.Κ.Δ. βλέπε την παρακάτω παρουσίαση:
 
Δωρεάν βιντεομαθήματα για όσους θέλουν να καταλάβουν καλύτερα:
 
Περισσότερα δωρεάν μαθήματα εδώ.
 
Για την εύρεση του Ε.Κ.Π βλέπε εδώ.