Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Η Σαρακοστή

του Μπάμπη Άννινου
Η καημένη η θεια-Μαργαρώ κάπου θα βρίσκεται εκεί ψηλά τώρα στον παράδεισο, που τόσο πολύ πίστευε, παρέα με τ΄ αγγελάκια, στα «χρυσά τα σύννεφα», κοντά στήν κυρά την Παναγία και όλους τους Αγίους, που θυμιάτιζε και μνημόνευε με τόσες μετάνοιες, κάθε απόβραδο μπροστά στο εικονοστάσι και προσκυνούσε με τρίδιπλες μετάνοιες στη μικρή ενοριακή της εκκλησιά…
Κι όμως, δεν το ‘λπιζε να πάει κι έλεγε:
– Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! Γι΄ αυτό, δεν πρέπει κανένας να ολιγωρεί και να κάνει τα πρεπούμενα. Εκείνα που μας έχουνε μάθει οι πατεράδες μας και που ξέρανε οι παλιοί…
sarakosti1
Κι ανάμεσα σ΄ αυτά τα «πρεπούμενα», που ενέπνεε μιαν αληθινή και αφελής ευλάβεια και πίστη, τις μετάνοιες, τα θυμιάματα, τα σταυροκοπήματα, τ΄ αγιοκέρια που φώτιζαν με την ψιλή τους φλόγα, το εικονοστάσι της γωνιάς με τ΄ άσπρα νταντελωτά μπερντεδάκια, ολονυκτίες στα πανηγύρια, τους όρθρους στις μεγάλες δεσποτικές γιορτές, την ταχτική παρακολούθηση της λειτουργίας και την αυστηρή τήρηση όλων των θρησκευτικών καθηκόντων, η μεγάλη δουλειά ήτανε η Σαρακοστή κι η νηστεία… Νήστευε τα Τετραδοπαράσκευα, νήστευε τις προηγιασμένες, νήστευε των Αγίων Αποστόλων, το Δεκαπενταύγουστο, της Σταυροπροσκύνησης, κάθε φορά που το έγραφαν  τα «χαρτιά» και που το νόμιζε αναγκαίο η ψυχούλα της. Μα η μεγάλη νηστεία ήταν η «Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή».
– Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! έλεγε η καημένη η θεια-Μαργαρώ, κι εμείς οι πειρασμοί, εκπρόσωποι του Πονηρού και του Παγκακίστου, μέσα στο ήρεμο αναχωρητήρι της καλής γερόντισσας, εβάλαμε σκοπό να την κολάσουμε!… Μιαν εβδομάδα ολόκληρη, ύστερα από την Καθαρή Δευτέρα, ενήστευε παραδειγματικά, με μαρουλάκια, ελίτσες, βρεχτοκούκια, και κάπου κάπου λιγάκι χαλβά, που ήταν τα μόνα επιτρεπόμενα εδέσματα του νηστίσιμου «οψολογίου» της και μονάχα την πρώτη Κυριακή εμετρίαζε λίγο τη νηστεία κι εμαγείρευε κανένα λαδερό, αγκιναροκούκι, κανένα λαδοπίλαφο με ξερό χταπόδι… Κι έπειτα, λιγάκι ρετσινάτο, «για να στυλωθεί κανενός η καρδιά του, γιε μου!» επισφράγιζε πραγματικά την «κατάλυση οίνου και ελαίου».
Όσο για τα καρύδια και τα σύκα, που εφίλευε εμάς, τα παιδόπουλα, ήταν για τη θεια-Μαργαρώ πράγματα απαγορευμένα… Όχι από τα περίφημα «πρεπούμενα», μα γιατί δεν είχε πια κανένα δόντι. Όμως, για μας, τα πάστρευε με προσοχή και δεν μας τα ΄δινε ποτέ ατσάκιστα, κι είχε πολλούς λόγους, εκτός από την καλοσύνη της, για τούτο. Φρόντιζε πρώτα πρώτα για την ακεραιότητα της κόψης της πόρτας, που τα μαγκώναμε ανάμεσα και την εκάναμε καρυδοσπάστη, αφήνοντας σημαντικά σημάδια της χρησιμοποίησης αυτής, μα και για την ασπράδα των ασβεστωμένων πεζουλιών της αυλής, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να τσακίσουμε τα καρύδια, χτυπώντας τα με λιθάρια!…
– Μπρε Ιούδες!… Μπρε Ιούδες! εξεφώνιζε, σαν εκαταλάβαινε κατιτί τέτοιο… Ελάτε εδώ, μπρε, να σας τα τσακίσω εγώ!…
Και δεν ήξερε κανένας τι την επονούσε πιο πολύ απ΄ τα τρία: τα δόντια μας, το μάγκωμα της πόρτας ή το λέρωμα των πεζουλιών;
Κι όμως εμείς, οι «Ιούδες», εβαλθήκαμε να τη λερώσουμε!… Έξω, στο παράσπιτο, στην άκρη της αυλής, για να μη λερώσει την κουζίνα που άστραφτε από πάστρα και γυαλοκοπούσαν τα μπακιρικά, είχε βάλει να μαγειρέψει το περίφημο λαδοπίλαφό της με το χταπόδι, ενώ για μας, σ΄ άλλο τσουκάλι, έβραζε αληθινό πιλάφι με το κρέας, ένα «ατζέμ πιλάφι» από κείνα που μονάχα η θεια-Μαργαρώ ήξερε να φτιάνει αλτρουιστικά για την τέρψη των άλλων!… Κι ο Πειρασμός ξελαμπάδιασε μονομιάς μέσα στο μυαλό μας, εκεί που παίζαμε «καλόγερο» στα άσπρα καί μαύρα πλακάκια της αυλής… Κι ούτε καιρό δεν χάσαμε σε μάταιη συνεννόηση… Με μια ματιά, συνεννοηθήκαμε και το κακό έγινε. ΄Ενα κομμάτι κρέας, παχύ και όλο ψαχνό, έσμιξε μέσα στο λαδοπίλαφο με τα ισχνά κομμάτια του ξερού χταποδιού…
Με τι καρδιοχτύπι περιμέναμε το μεσημέρι, με τι ανυπομονησία προσμέναμε ν΄ αρχίσει το φαγητό της, ξεχνώντας μες στα πιάτα το νόστιμο δικό μας πιλάφι και κοιτάζοντας το λαδοπίλαφό της…

sarakosti

Και να… Εκεί που δεν το προσμέναμε πια, ύστερα από την πρώτη-δεύτερη μπουκιά, το πιρούνι της ανάσυρε το σώμα του εγκλήματος. Το γύρισε από δω, το γύρισε από κει, με ιερή φρίκη. Το γεροντικό της, μα τόσο συμπαθητικό, πρόσωπο πήρε μια έκφραση συντριβής, και μας κοίταξε ύστερα, ενώ εμείς σκύβαμε τα μάτια στα πιάτα μας, έτοιμοι να γελάσουμε, μα χωρίς να μπορούμε… Περιμέναμε τη δίκαιη τιμωρία μας. Μα εκείνη είπε μονάχα με σπαραγμό, σπρώχνοντας το πιάτο:
– Η αμαρτία στο λαιμό σας!…
Κι αλήθεια, θαρρείς σαν η Αμαρτία να ήταν κάτι το ψηλαφητό, κάποιο πράγμα ήρθε κι έκατσε πραγματικά στο λαιμό μας!… Κομπιάσαμε, ξεροκατάπιαμε, αφήσαμε το φαΐ μας και, μπρουμιτίζοντας στο τραπέζι, αρχίσαμε τα κλάματα.
Τότε η καλή γερόντισσα, που ο θρήνος μας κι η μεταμέλειά μας την είχε συγκινήσει, κατανικώντας κάθε της απέχθεια, κάθε της ευλάβεια και κάθε πεποίθηση, προσπάθησε να μας παρηγορήσει. Και παίρνοντας το κρέας του Πειρασμού, άρχισε να τρώει κι αυτή, μπροστά στα κατάπληκτα και κλαμένα μάτια μας, λέγοντας:
– Να, μπρε σεις!… Φάτε!… Κι άστε τα κλάματα!… Να! Φάτε!… ο Θεός δεν ξεσυνερίζει!…

Από το Ανθολόγιο για τα παιδά του Δημοτικού, μέρος τρίτο, ΟΕΔΒ, 1975
Πηγή: www.diakonima.gr

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Από τις τελευταίες δραστηριότητες του Σχολείου μας




 Από τις εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου 1821
24-25 Μαρτίου 2017
Ευχαριστούμε τον γονέα Καλόγηρο Θεοδωρή για την ευγενική 
παραραχώρηση των παραπάνω φωτογραφιών




Δεντροφύτευση στο Σχολείο μας στο πλαίσιο του Προγράμματος για το Δάσος. - 28/3/2017
Στο Θέατρο Εγνατία για την παρακολούθηση της παράστασης: "Ο Ιάσονας και το Χρυσόμαλλο Δέρας". - 8/3/2017 
Από την αποκριάτικη γιορτή του Σχολείου μας - 24/2/2017

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

2 Απριλίου 2017: Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου



Το μήνυμα της ΙΒΒΥ για το 2017, για τα παιδιά όλου του κόσμου έχει τον τίτλο : «Ας μεγαλώσουμε με το βιβλίο…»

Η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 2 Απριλίου, την ημέρα που γεννήθηκε ο μεγάλος Δανός παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Την καθιέρωσε η Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (Ιnternational Board on Books for Young People – ΙΒΒΥ) το 1966.
Από τότε, κάθε χρόνο, ένα διαφορετικό εθνικό τμήμα της οργάνωσης αυτής ετοιμάζει ένα μήνυμα και μια αφίσα, που διανέμονται σε όλο τον κόσμο, με σκοπό να τονίσουν την αξία των βιβλίων και της ανάγνωσης και να ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία για την ανάπτυξη και τη διάδοση της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.
Το 2017, υπεύθυνο για το υλικό του εορτασμού είναι το Τμήμα της Ρωσίας. Το μήνυμα το έγραψε ο ταλαντούχος ποιητής και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Sergey Makhotin. Γεννήθηκε στο Σότσι το 1953 και κατοικεί στην Αγία Πετρούπολη. Έχει γράψει περισσότερα από 20 βιβλία για παιδιά και νέους και έχει αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις. Παράλληλα με τη συγγραφή βιβλίων, έχει δημοσιεύσει κείμενα σε παιδικά περιοδικά και ασχολείται με ραδιοφωνικά προγράμματα για παιδιά.
Την αφίσα τη φιλοτέχνησε o διακεκριμένος καλλιτέχνης Mikhail Fedorov, υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Εικονογράφησης Χανς Κρίστιαν Άντερσεν 2016. Γεννήθηκε το 1941 και σπούδασε στη Μόσχα. Ως σήμερα, έχει εικονογραφήσει περισσότερα από 90 βιβλία, έχει τιμηθεί με περισσότερα από 30 εθνικά και διεθνή βραβεία, ενώ έργα του έχουν περιληφθεί σε πάμπολλες εκθέσεις ανά τον κόσμο.
«Ας μεγαλώσουμε με το βιβλίο…» του  Sergey Makhotin (Ρωσία) – Μετάφραση: Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου άρεσε να χτίζω σπίτια με κύβους και να παίζω παιχνίδια όλων των ειδών. Για στέγη χρησιμοποιούσα συχνά ένα βιβλίο με εικόνες. Στα όνειρά μου τρύπωνα στο σπίτι, ξάπλωνα σ’ ένα κρεβάτι καμωμένο από σπιρτόκουτο και κοιτούσα τα σύννεφα ή τον έναστρο ουρανό – ανάλογα με την εικόνα που προτιμούσα.
Ακολουθούσα από διαίσθηση τον κανόνα της ζωής κάθε παιδιού, που προσπαθεί να δημιουργήσει για τον εαυτό του ένα άνετο και ασφαλές περιβάλλον. Κι ένα παιδικό βιβλίο με βοήθησε στ’ αλήθεια να τα καταφέρω.
Έπειτα μεγάλωσα, έμαθα να διαβάζω, κι ένα βιβλίο στη φαντασία μου άρχισε να φαίνεται περισσότερο σαν μια πεταλούδα ή ακόμα σαν ένα πουλί παρά σαν μια στέγη σπιτιού. Οι σελίδες του έμοιαζαν με φτερά που θρόιζαν. Θαρρείς και το βιβλίο έστεκε στο περβάζι έτοιμο να πετάξει έξω από το ανοιχτό παράθυρο σε άγνωστους τόπους. Το έπαιρνα στα χέρια μου, άρχιζα να το διαβάζω κι εκείνο ησύχαζε. Τότε ορμούσα εγώ σε άλλες χώρες και κόσμους, ξανοίγοντας τον χώρο της φαντασίας μου.
 
Τι χαρά να κρατάει κανείς ένα νέο βιβλίο στα χέρια του! Στην αρχή δεν ξέρεις τι λέει το βιβλίο. Αντιστέκεσαι στον πειρασμό να κοιτάξεις την τελευταία σελίδα. Και τι όμορφα που μυρίζει! Αδύνατον να αναλύσεις τη μυρωδιά στα συστατικά της: το τυπογραφικό μελάνι, την κόλλα… όχι, δε γίνεται! Η μυρωδιά του βιβλίου είναι ιδιαίτερη, συναρπαστική και μοναδική. Οι άκρες από μερικές σελίδες μπορεί να έχουν κολλήσει, λες και το βιβλίο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Ξυπνάει όταν αρχίζεις να το διαβάζεις.
Μεγαλώνεις και ο κόσμος ολόγυρα γίνεται περισσότερο σύνθετος. Αντιμετωπίζεις ερωτήματα που ακόμα και οι μεγάλοι δεν μπορούν να τα απαντήσουν. Ωστόσο είναι πολύ σημαντικό να μοιραστείς τις αμφιβολίες και τα μυστικά σου με κάποιον. Και να που ένα βιβλίο έρχεται πάλι να σε βοηθήσει. Πολλοί από μας έχουν πιάσει τον εαυτό τους να συλλογίζεται: για μένα γράφτηκε αυτό το βιβλίο! Και ο ήρωας που προτιμάς φαίνεται ξαφνικά να σου μοιάζει. Συναντά τα ίδια προβλήματα και τ’ αντιμετωπίζει με σύνεση. Κάποιος άλλος από τους χαρακτήρες δε σου μοιάζει καθόλου, αλλά θέλεις να δοκιμάσεις τον ρόλο του, να νιώσεις γενναίος και πολυμήχανος σαν εκείνον.
Όταν ένα αγόρι ή ένα κορίτσι λέει «Δε μ’ αρέσει να διαβάζω!», με κάνει και γελάω! Δεν τα πιστεύω αυτά τα παιδιά. Σίγουρα τρώνε παγωτά, παίζουν παιχνίδια, παρακολουθούν ενδιαφέρουσες ταινίες. Με άλλα λόγια, τους αρέσει να περνούν καλά. Και το διάβασμα δεν είναι μόνο μια επίπονη δουλειά που οδηγεί στην ανάπτυξη των συναισθημάτων και της προσωπικότητάς μας, αλλά πρώτ’ απ’ όλα είναι ευχαρίστηση.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο γράφουν τα έργα τους οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων.



Περισσότερες πληροφορίες εδώ.