Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Πασχαλινά Διηγήματα

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ
(ΟΠΩΣ ΕΟΡΤΑΖΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΗΣΟΝ ΣΚΙΑΘΟΝ, ΔΙΑΣΚΕΥΗ)
Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
 


Είναι Μεγάλη Πέμπτη πρωϊ.
Μόλις εγύρισαν από την εκκλησίαν, όπου όλα τα μέλη της οικογενείας του καπετάν Κομνηνού εκοινώνησαν. Η καλή μητέρα ανασκουμπώνεται και αρχίζει να βάφη τα αυγά. Έπειτα έρχονται εις την θύραν δύο - δύο τα παιδιά του χωρίου. Κρατούν υψηλόν καλάμινον σταυρόν, στεφανωμένον με τριαντάφυλλα, με δενδρολίβανον και με πολύχρωμα αγριολούλουδα• ψάλλουν δε το άσμα:

Βλέπεις εκείνο το βουνό, που φαίνεται από πέρα;
Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Συρε, μητέρα μ’, στο καλό και στην καλή την ώρα
κι εμένα να με καρτερής το Σάββατο το βράδυ,
όταν σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες,
τότε και συ, μαννούλα μου, θα ᾽χης χαρές μεγάλες.

Αλήθεια, τι μεγάλαι χαραί δι’ όλους! Και η καλή μητέρα προθυμότατα δίδει από δύο κόκκινα αυγά εις όλα τα παιδιά. Τι ευτυχία!
Έπειτα η μητέρα αρχίζει να ζυμώνη. Πλάθει αρκετές κουλούρες με αυγά δια τον άνδρα της, δια την πεθεράν της και δια τον εαυτόν της. Επίσης μικρές «κοκκώνες» δια τα μικρά τέκνα της, την Μόρφω και τον Ευαγγελινόν, δια τα αναδεξίμια της και δια τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς.
Αλλά μετά το μοίρασμα ο μικρός Ευαγγελινός έχει παράπονα και κλαίει, διότι δεν είναι αρκετά μεγάλη η κοκκώνα του. Η μητέρα δίδει εις τον Ευαγγελινόν άλλην να διαλέξη, αλλ’ αυτός δεν ημερώνει. Το βέβαιον είναι, ότι τας θέλει όλας δια τον εαυτόν του. Και τότε η καλή μητέρα τον παρηγορεί:
—Το Σάββατο βράδυ θα ᾽ρθη κρα - κρα η κουρούνα να φέρη κρέας, τσι - τσι, και τότε θα ιδής χαρές που θα ᾽χης, σαν ακούσης κρα - κρα την κουρούνα να χτυπάη το παραθύρι: «Πάρε, Ευαγγελινέ, το τυρί, πάρε και το τσι - τσι να φάτε!»
Και ο μικρός ψιθυρίζει και αυτός:
—Θα ᾽θη κουούνα να φέη τσι - τσι.
Και την Μεγάλην Παρασκευήν κατά την δύσιν του ηλίου η μητέρα οδηγεί τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν. Τα μικρά κάμνουν τον σταυρόν των εμπρός εις το ανθοστόλιστον κουβούκλιον και ασπάζονται με ευλάβειαν τον μυρωμένον Επιτάφιον.
Κατόπιν ασπάζονται το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ’ αγγελούδια και τον Σταυρόν. Τελος περνούν τρεις φοράς κάτω από τον Επιτάφιον.
Τι χαρά, τι δόξα!
Ολίγην ώραν μετά τα μεσάνυκτα της Μεγάλης Παρασκευής προς τα εξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου, η μητέρα εξυπνά τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω• και ενώ σημαίνουν οι καμπάνες, πηγαίνουν εις την εκκλησίαν, όπου ακούουν το «Ω, γλυκύ μου έαρ!» και άλλα ακόμη ωραία άσματα.
Έπειτα οι πιστοί όλοι με αναμμένας λαμπάδας εξέρχονται εις το ύπαιθρον, κάτω από το γλυκύ φέγγος της σελήνης, ενώ η αυγή αρχίζει να ροδίζη.
 


Ακολουθούν όλοι τον Επιτάφιον, που περιφέρεται με τας λαμπάδας αναμμένας. Ελαφρόν αεράκι κινεί ήρεμα τας φλόγας των κηρίων, χωρίς να τας σβήνη. Η άνοιξις στέλλει τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα Χριστόν, ωσάν να ψάλλη και αυτή:
—Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον!
Και τα παιδιά, που προχωρούν εμπρός από τον Επιτάφιον, κράζουν μεγαλοφώνως:
—Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!
Ύστερον ανέτειλε πλέον ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου. Ο Ευαγγελινός εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ηγόρασε δια το Πάσχα ο πατέρας του.
Ο Ευαγγελινός και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τι ωραίον, τι ήμερον, τι λευκόμαλλον που είναι το αρνί και πως βελάζει το καημένο: «μπε - μπε!».
Την εσπέραν έφερεν ο πατέρας τας πασχαλινάς λαμπάδας. Τι χαρά! Φαντασθήτε ωραίας, μικράς λαμπάδας με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός πάλιν θέλει να πάρη την λαμπάδα της αδελφής του λέγων:
—Εκείνη είναι μεγαλύτερη.
Η μητέρα του την έδωσεν. Αλλ’ ο μικρός την έσπασεν, εκεί όπου έπαιζε με αυτήν. Τέλος έσπασε και την ιδικήν του και ύστερον έβαλε τα κλάματα. Ο πατέρας του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υπεχρέωσε να υποσχεθή, ότι δεν θα την πάρη εις το χέρι του έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν.
Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.
Μετά τα μεσάνυκτα ήλθεν επί τέλους η ώρα της λαμπράς Αναστάσεως. Ήστραψεν όλη η εκκλησία, ήστραψε και η πλατεία από το φως των κηρίων. Τα παιδιά αρχίζουν να καίουν με κρότον σπίρτα και μικρά βαρελότα
Έπειτα τα μικρά παιδιά, αγοράκια και κοριτσάκια έως τεσσάρων ετών, στέκονται γύρο από τα δύο αναλόγια και πλησίον εις το εικονοστάσιον και αρχίζουν να παίζουν, να στάζουν σταγόνας από τας λαμπάδας των και να τσουγκρίζουν τα αυγά των.
Ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι πέντε ετών αρχίζουν να φιλονικούν:
—Η δική μου λαμπάδα είναι μεγαλύτερη.
—Όχι, η δική μου.
—Εμένα ο πατέρας μου την εδιάλεξε και είναι πιο καλή.
—Εμένα η μάννα μου την εστόλισε μοναχή της.
—Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάννα σου;
—Όχι, δεν ξέρει; Αμ’ τι θαρρείς;
—Τέτοια παλιολαμπάδα!
Και η φιλονικία προχωρεί. Τέλος σπάζουν και οι δύο τας λαμπάδας των και καταλήγουν εις τα κλάματα.
Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Δευτέρα Ανάστασις και έγινεν η Αγάπη, εξήλθον όλοι εις την πλατείαν.
Ύστερον η μητέρα στρώνει την τράπεζαν εις την οικίαν και βάζει τα αυγά τα κόκκινα και το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί το ψημένο. Τα παιδιά, κάθηνται εις την τράπεζαν και αρχίζουν να τσουγκρίζουν τα αυγά των.
Τι χαρά, τι αγαλλίασις!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Πασχαλινά Διηγήματα», Από το Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού, 1966

...................................................................................................................................................................

ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ
Του Ανδρέα Καρκαβίτσα
Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια ζερβόδεξα της γέφυρας· ένα άλλο φανάρι άσπρο, αχτινοβόλο, ψηλά στο πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο.
Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και οι θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στα κρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν ανάεροι, έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων.

Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα. Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους.
Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω, ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’ αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο.
Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν, σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.
Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε Άγια Τράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουρα επάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.
          ― Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!... ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
          ― Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!... Απάντησαν εκείνοι ομόφωνα.
          ― Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι στην άκρη των ματιών του.
          ― Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε.

Έπειτα πέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα.
          ― Χριστός Ανέστη!
          ― Αληθινός ο Κύριος!
          ― Και του χρόνου σπίτια μας!
Oι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά.
Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι.
          ― Γραμμή!
          ― Γραμμή!
Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.
Από το βιβλίο: Αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1974      
Περισσότερα για το Πάσχα εδώ.