Τα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, διαδίκτυο, εφημερίδες κι ούτε καν πολλά βιβλία και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν, τα παιδιά την ιστορία του Χριστού, τη μάθαιναν μέσω της εκκλησίας από την ιστόρηση του Ευαγγελίου και κυρίως από τις εικόνες που παρουσίαζαν με πολλές λεπτομέρειες τη γέννηση αλλά και τα θαύματα και τα πάθη του Χριστού.
Παράλληλα βέβαια υπήρχε και η προφορική παράδοση, ιστορίες δηλαδή που έλεγαν οι μεγαλύτεροι και κυρίως οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους και τέλος υπήρχαν τα κάλαντα, τα οποία ιστορούσαν αναλυτικά τα γεγονότα της γέννησης του Θεανθρώπου.
Έτσι τέτοιες μέρες ο κόσμος περίμενε, σαν θεόσταλτες, τις φωνές των παιδιών (ή και ενηλίκων), να φτάσουν ως την πόρτα του και να του αναγγείλουν τη χαρούμενη ώρα:
"Χριστός
γεννάται σήμερον!"...
"Άγιος
Βασίλης έρχεται.!"...
"Σήμερα
τα Φώτα κι οι φωτισμοί!"...
Τα στόματα των παιδιών συνέχιζαν μέσα στους αιώνες τα πρώτα εκείνα κάλαντα των αγγέλων που, σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, ακούστηκαν τη νύχτα της Βηθλεέμ, πάνω από τα έκπληκτα κεφάλια των βοσκών:
- Δόξα να’ χει ο Θεός,
ψηλά στον Ουρανό,
κι η γη ας
γαληνεύει... ("Δόξα εν υψίστοις"
κλπ.)
Συνήθως τα παιδιά έβγαιναν βράδυ να πουν τα κάλαντα, την ώρα που καταστάλαζε ο μόχθος και ο θόρυβος της Παραμονής, όταν οι οικογένειες συγκεντρώνονταν με το νοικοκύρη μαζί κι ετοίμαζαν τα "εστιακά" τους Χριστούγεννα και την "εστιακή" Πρωτοχρονιά, με τη φωτιά, το ιερό ψωμί και τα ξερά φρούτα...
Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά, κρατώντας το φαναράκι της νύχτας - ένα άστρο χριστουγεννιάτικο για κάθε σπίτι - και χωρίς να περιμένουν την άδεια ("Να τα πούμε;") άρχιζαν ν' αφηγούνται το γεγονός της ημέρας, πάνω στο μουσικό ρυθμό των αιώνων, όπως τους τον κρατούσε το τύμπανο και το συρμάτινο τρίγωνό τους. Άλλοτε είχαν μαζί τους φυσαρμόνικες ή ακορντεόν, και στα νησιά βιολιά και κιθάρες:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
για
βγείτε, δέστε, μάθετε, που ο
Χριστός γεννάται...
Σε άλλες περιπτώσεις και ιδιαίτερα στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά κρατούσαν χάρτινο καράβι με χάρτινες ταινίες ή αστέρι ή μήλο ή πορτοκάλι. Αλλού κρατούσαν χλωρό ραβδί κρανιάς ή άλλου σκληρού δέντρου με το οποίο χτυπούσαν στην πλάτη του ενοίκους, ενώ τραγουδούσαν κάποιο ευχετικό τραγούδι.
Το καλάντιασμα συχνά συνοδευόταν και με συμβολικές πράξεις που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση της ευτυχίας του σπιτιού για τον καινούριο χρόνο όπως: το σκάλισμα της φωτιάς, το σκόρπισμα του σιταριού ή κριθαριού στην αυλή κλπ.
Ήταν μια ευλογία για το σπίτι η παρουσία των παιδιών. Οι ευχές, που πρωτόδιναν στο νοικοκύρη και στη νοικοκυρά, ήταν το πιο συγκινητικό συμβόλαιο - τουλάχιστον για κείνον το χρόνο - με τη ζωή και με το θεό...
Σ' αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει...
Η αμοιβή των μικρών καλαντιστών δεν ήταν ούτε ζητιανιά, ούτε φιλανθρωπία. Ήταν μια πράξη τελεστική, που και μόνη της έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: Την αφθονία των αγαθών και τον πλούτο στο σπίτι του νοικοκύρη. Έριχναν τα παιδιά το καλάθι ή του σακούλι τους, όσο έψαλλαν και η νοικοκυρά τους έβαζε μέσα ότι αντιπροσωπευτικό είχε των δικών της «ευχών»: καρπούς για την καλή σοδειά (συνήθως κάστανα και καρύδια), γλυκούδια (συνήθως κουλούρια) για την ευτυχία, νομίσματα για τον πλούτο... Στον Πόντο και την Καππαδοκία μάλιστα κάρφωναν τα νομίσματα σ' ένα μήλο, όπως οι Βυζαντινοί.
Στέκονταν στη μέση του σπιτιού και τραγουδούσαν, και από τα λόγια τους γινόταν παραμυθένιο το φτωχικό ή μέτριο νοικοκυριό του σπιτιού:
Εσένα
πρέπει, αφέντη μου, στα πεύκια να κοιμάσαι,
βελούδα
να σκεπάζεσαι κι αφέντης να λογάσαι.
Κυρά μου,
σα θα στολιστείς, να πας στην εκκλησιά σου,
χρυσά
λουλούδια πέφτουνε, απ’ την περπατησιά σου…
Αφέντη
μου στα σπίτια σου χρυσές καντήλες φέγγουν,
φέγγουν
στους ξένους να δειπνούν, στους ξένους να πλαγιάζουν
φέγγει
και μια σ' το ταίρι σου να στρώνει να κοιμάσαι
απάνου στα τριαντάφυλλα κι απάνου κι απάνου
στα μιμίτσια....
Εκτός από τους συνηθισμένους ευχητήριους στίχους, ανάλογα με το «νοικοκύρη του σπιτιού» προσθέτουν κατάλληλους στίχους. Έτσι, αν απευθύνονται σε τσέλιγκα, εγκωμιάζουν τα πρόβατά του με τα λόγια:
«Μέσα σε τούτη την αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ ‘να χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
και χίλιασαν και μίλιασαν και γίν’καν τρεις χιλιάδες».
Ιστορικά: Η προέλευση των καλάντων
Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.
Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη.Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.
Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη.
Σήμερα η βάση, και μάλιστα στους Πόντιους, διασώζεται άθικτη. Ακούμε κάλαντα πολλά και ποικίλα, με πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις, στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
Τα κάλαντα όπως και τα περισσότερα ελληνικά έθιμα ποικίλουν από τόπο σε τόπο.
Α. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Στη Μακεδονία υπάρχει το έθιμο της Πρωτοχρονιάς όπου άτομα μεγάλης ηλικίας γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια. Η αμοιβή τους είναι: αλεύρι, τραχανάς, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που θέλουν, συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Πάλι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας κουδούνια που δημιουργούν δυνατό θόρυβο περιφέρονται την παραμονή των Φώτων. Ο θόρυβος αποβλέπει να φοβίσει και να διώξει τους καλλικάντζαρους.