Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Το βλογημένο μαντρί

Μιας και πλησιάζουμε στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, ξεκινάμε από σήμερα τη δημοσίευση μια σειράς από χριστουγεννιάτικες ιστορίες που ταιριάζουν απόλυτα με το πνεύμα των Χριστουγέννων και μπορούν να συγκινήσουν μικρούς και μεγάλους.

1η ιστορία
Το βλογημένο το μαντρί (ή ο Γιάννης ο Βλογημένος), του Φώτη Κόντογλου
 


Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι' αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα
ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.
Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.
Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:
«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».
Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.
Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:
«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.
Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.
Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».
Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων!».
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».
Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».
Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τον Αϊ-Βασίλη!».
Του λέγει ο Άγιος:
«Αλήθεια, τον ξέχασα!».
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».
Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος:
«Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :
«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:
«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...

Σημείωση
Τα τελευταία λόγια του Αγίου σημαίνουν: "Κύριε, Θεέ μου, γνωρίζεις πως ο δούλος σου Ιωάννης ο απλός είναι άξιος και ικανός για να εισέλθεις (και να παραμείνεις) κάτω από τη στέγη του, γιατί είναι φυσικός , αγνός σαν τα παιδιά, και σ' αυτούς τους ανθρώπους ανήκει η βασιλεία των ουρανών".
 

Λεξιλόγιο

1. Βολοδέρνω = βασανίζομαι γυρνώντας ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ

2. Λεμπεσουριὰ = φτωχολογιά

3. Ρουπάκι = ἀγριοβελανιδιά

4. Ξελοχίζω = ζωηρεύω τὴ φωτιά

5. Πυτιὰ (ἡ) = μαγιὰ ἀπ᾿ τὴν ὁποία γίνεται τὸ τυρί

6. Μογιλάλος = βουβός

 Η ιστορία με αφήγηση της Άννας Συνοδινού:

 

Μπορείς ν΄ ακούσεις τη διήγηση, κάνοντας κλικ παρακάτω:

Ο πλούτος και η ευτυχία

2η ιστορία
Ο Πλούτος και η Ευτυχία, του Γρηγόριου Ξενόπουλου
Συνεχίζουμε σήμερα με μια δεύτερη ιστορία αφιερωμένη στο Πνεύμα των Χριστουγέννων, η οποία προέρχεται από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, αρχισυντάκτη του θρυλικού περιοδικού "Η Διάπλασις των Παίδων" για πάνω από 50 χρόνια (1896-1948).

  
 
―Γιαγιά, ἀλήθεια ἀπόψε ἀνοίγει ὁ οὐρανός;
―Ναί, παιδάκι μου, γιατὶ ξημερὠνουν τ’ ἅγια Θεοφάνεια. Καὶ ὅποιος ἀγρυπνήση καὶ προφτάση σ’ ἐκείνη τὴν ἀπόκρυφη ὥρα…
―Τὸ ξέρω, γιαγιά μου, τὸ ξέρω. Μπορεῖ νὰ ζητήση ὅτι θέλει ἀπ’ τὸ Θεὸ καὶ τοῦ γίνεται.
―Ναί, μὰ φτάνει νὰ ζητήση ἕνα πράμα μονάχα…
Τὸ παιδάκι ἀποφάσισε ν’ ἀγρυπνήση. Κοντὰ στὴν κάμαρά του, ἐπάνω ψηλά, ἦταν ἡ θύρα, ποὺ ἔβγαζε στὸ λιακωτό. Χωρὶς νὰ τὸ δῆ κανείς, κουκουλώθηκε μὲ τὸ παπλωματάκι του, πῆρε τὸ προσκεφάλι του καὶ πῆγε νὰ ξαπλωθῆ ἐκεῖ ἔξω.
Δὲν εἶχε φόβο κανένα. Στὴ χειμωνιάτικη νύχτα τὸ ζέσταινε τὸ πάπλωμα καὶ ἡ ἐλπίδα.  Ἦταν ἀργά… Σκοτάδι καὶ σιωπὴ ἁπλωνόταν κάτω σ᾽ὅλη τὴν κοιμισμένη πόλη. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μονάχα τρεμόφεγγε κανένα φανάρι σὰ μάτι νυσταγμένο, καὶ τ’ ἁγιασμένα νερὰ τῆς λίμνης ἐκεῖ πέρα λαμπύριζαν στὴ μυστικὴ ἀστροφεγγιά.Ἀπέραντος θόλος, σὰ μαῦρο βελοῦδο καρφωμένο μὲ διαμαντένια καρφιά, τὸ σκέπαζε ὁ οὐρανός, Καὶ τὸν κοίταζε μὲ ἀνήσυχα μάτια τὸ παιδάκι καὶ περίμενε ἥσυχα ν’ ἀνοίξη. Ὅ,τι ζητοῦσε τότε, θὰ γινόταν. Ἀλλὰ φτάνει νὰ ζητοῦσε ἕνα μονάχα ― καὶ τὸ παιδάκι εἶχε τὸ σκοπό του…Οἱ ὧρες περνοῦσαν ἔτσι καὶ οἱ πετεινοί, ζωντανὰ ρολόγια, τὶς ἔλεγαν μὲ τὴ βραχνή τους φωνὴ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ἠρθε τέλος πάντων καὶ ἡ ἀπόκρυφη ὥρα, ποὺ ἄνοιξε ὁ οὐρανός. Μέσα στὴν ἀστροσπαρμένη μαυρίλα πρόβαλε ἔξαφνα μιὰ λάμψη ζωηρή, ποὺ ἔσβησε ὅλα τ’ ἀστέρια. Ἕνα φῶς γλυκὸ χύθηκε τότε στὴν Κτίση καὶ τὰ ἁγιασμένα νερὰ τῆς λίμνης ἐκεῖ πέρα ἔλαμψαν σὰν ἀναμμένα. Στὸ θέαμα αὐτὸ τὸ παιδάκι τὰ σάστιε, Τοῦ φάνηκε σὰ νὰ εἶδε ἀγγέλους νὰ πετοῦν ἐκεῖ ψηλὰ μέσα στὸ φωτεινὸ ἄνοιγμα καὶ ἕνα ὁλόχρυσο ποταμὸ νὰ τρέχη στὸν οὐρανό,καθὼς λένε, τὸν Ἰορδάνη. Στὸν τρόμο του, στὴ θάμβωσή του, στὴ σαστιμάρα του, λησμόνησε τί εἶχε νὰ ζητήση καὶ ἔβλεπε βουβό…Μονάχα τὴν τελευταία στιγμή, ποὺ συνῆρθε λιγάκι, πρόφτασε νὰ πῆ ἕνα λόγο. Καὶ σβηνόταν πιὰ ἡ θεία λάμψη,σὰν ἀκούστηκε στὸν ἀέρα τῆς νύχτας ἡ ψιλὴ φωνούλα τοῦ παιδιοῦ:
―Πλοῦτο
Γύρισε τρέμοντας στὸ κρεβατάκι του. Σκεπάστηκε ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ προσπάθησε νὰ κοιμηθῆ. Ἀλλὰ τὸν ἄφησε τὸ μικρὸ γιὰ πολλὴ ὥρα ἄγρυπνο τὸ ἐκπληκτικὸ θέαμα,ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ποὺ βασάνιζε ἀκόμη τὰ μάτια του, καὶ μιὰ ἀνήσυχη σκέψη ἀπὸ τὸ ἄλλο, ποὺ βασάνιζε τὸ μυαλό του…Τί λαμπρὸ καὶ ἀπίστευτο θαῦμα! Νὰ τὸν ἄκουσε τάχα ὁ Θεός; πρόφτασε νὰ μιλήση σὲ κατάλληλη στιγμή; Ἄχ! καὶ θ’ ἀποχτοῦσε τὸν πλοῦτο, τὸ ἕνα πράμα, ποὺ ζήτησε μὲ τὴν καρδιά του τὸ φτωχὸ παιδάκι;
 Ὅταν ἀποκοιμήθηκε κατὰ τὸ πρωί, εἶδε ἕνα παράξενο ὄνειρο· τόσο ζωηρό, ποὺ ἀκόμη καὶ τώρα δὲν ξέρει ἐὰν κοιμόταν πραγματικὰ ἢ ἄν ἀγρυπνοῦσε μὲ πυρετό.Τοῦ φάνηκε, ὅτι μπῆκε ἔξαφνα στὴν κάμαρά του ἕνας ἄνθρωπος. Ἦταν νέος, παιδὶ μάλιστα ἀμούστακο. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ ἡ φορεσιά του ἀπὸ τὴν πολυτέλεια. Ἀπὸ πάνω ἕως κάτω ἦταν πνιγμένος στὸ χρυσάφι, στὸ μετάξι, στὰ πετράδια. Ἕνα σύννεφο κάτασπρο  ὑποστήριζε τὰ πόδια του. Στὰ χέρια του κρατοῦσε ἕνα χρυσὸ ραβδί. Εἶχε φτερούγια χιονάτα καὶ χαμόγελο γλυκό.
―Νά με! Τί μὲ θέλεις; εἶπε μὲ τρυφερὴ φωνή.
―Ἄγγελος… ψιθύρισε τὸ παιδάκι τρομαγμένο.
―Δὲν εἶμαι ἄγγελος, ἀποκρίθηκε ὁ νέος, εἶμαι ὁ Πλοῦτος, ποὺ ζήτησες ἀπόψε. Ἐκεῖνος, ποὺ ὁδηγεῖ τὰ βήματά μου, εἶδε τὴ φωτιὰ τῆς καρδιᾶς σου καὶ μὲ ἔστειλε. Μιὰ στιγμὴ πρωτύτερα ἂν πρόφταινες νὰ εἰπῆς τὸ ὄνομά μου, θὰ ἐρχόμουν νὰ σὲ φορτωθῶ ἀνερώτητα. Ἀλλὰ τώρα, ποὺ ἄργησες νὰ μιλήσης καὶ ἔγινε ζήτημα ἂν ἔπρεπε νὰ σοῦ γίνη ἡ χάρη ἢ ὄχι, ἀποφασίστηκε νὰ ἔρθω μονάχα νὰ σὲ ξαναρωτήσω… καὶ ὅ,τι μοῦ πῆς θὰ κάνω· ἐπιμένεις ἀκόμη στὸ λόγο σου; ἐμένα ζητᾶς καὶ ἐπιθυμεῖς πραγματικά, ἀφοῦ ξέρεις, ὅτι μονάχα ἕνα πράμα ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσης; ἂν εἶναι ἔτσι, πές μου το καὶ μένω μαζί σου γιὰ πάντα.Τὸ παιδάκι πῆρε θάρρος, βγῆκε περισσότερο ἀπὸ τὸ σκέπασμά του καὶ εἶπε:
―Ἐσένα θέλω, Πλοῦτε μου, σὲ θέλω νὰ μείνης πάντα μαζί μου. Εἶδα, ὅτι ὅλη ἡ εὐτυχία βρίσκεται πάντα μὲ σένα καὶ ἀπὸ πολὺν καιρὸ ἐσὺ εἶσαι τὸ ὄνειρό μου.
―Βλέπω, ὅτι μὲ ἀγαπᾶς πραγματικὰ καὶ ἤθελα νὰ μείνω μαζί σου… Ἀλήθεια! Τί ὄμορφη ζωή, ποὺ θὰ περνοῦμε! Παντοῦ ὁ κόσμος θὰ σκύβη στὸ διάβα μας, σὰ θὰ βγαίνωμε συντροφεμένοι. Θὰ κατοικοῦμε σὲ παλάτια ὁλομάρμαρα, θὰ κοιμώμαστε σὲ ὁλόχρυσο κρεβάτι, θὰ σκεπαζώμαστε μὲ σεντόνια μεταξωτά. Τὸ γυαλιστερὸ ἀτλάζι καὶ τὸ χνουδωτὸ βελοῦδο θὰ μᾶς τριγυρίζουν παντοῦ, στὸ πάτωμα, στοὺς τοίχους, στὸ ταβάνι, στὰ καθίσματα, παντοῦ, ὅπου θ’ ἀκουμπᾶ τὸ κορμὶ ἢ θ’ ἀναπαύεται τὸ βλέμμα, Θὰ φοροῦμε λαμπρὰ φορέματα καὶ στολίδια. Θὰ ἔχωμε δούλους καὶ δοῦλες καὶ γνώριμους πολλούς. Βαλσαμωμένος θὰ εἶναι ὁ ἀέρας ποὺ θ’ ἀναπνέωμε ἀπὸ τ’ ἄνθη καὶ τὰ μυρωδικά. Τὸ τραπέζι μας θὰ λάμπη στὸ χρυσάφι καὶ στὸ κρύσταλλο. Θὰ βγαίνωμε στὸν περίπατο μὲ ἁμάξια καταστόλιστα, θὰ πηγαίνωμε στὰ θέατρα, στοὺς χορούς, στὰ ἱπποδρόμια, πάντα στὴν καλύτερη θέση. Θὰ ταξιδεύωμε μὲ κάθε ἄνεση τὸ καλοκαίρι ἢ τὸ χειμώνα. Καὶ θὰ ἔχωμε μέσα σὲ μιὰ κάμαρα, ζεστὴ σὰ φωλιά, ἕνα ντουλάπι λουστραρισμένο, μὲ πολλὰ κλειδιά, γεμάτο χρυσὰ φλωριὰ τόσα, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ κάνωμε κάθε ἐπιθυμία, ποὺ θὰ μᾶς γεννιόταν.
―Ἄ, τί καλά! φώναξε τὸ παιδάκι. Καὶ τὸ γέλιο δὲ θὰ λείπη ἀπὸ τὰ χείλη μας καὶ  ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Κάθισε, Πλοῦτε μου. Θέλω νὰ εἶμαι μαζί σου δοξασμένος καὶ εὐτυχής. Ὁ νέος ἔχασε μὲ μιᾶς τὸ γέλιο του, ἀκούμπησε ἐπάνω στὸ ραβδί του καὶ εἶπε μὲ περίλυπη φωνή:
―Αὐτὸ εἶναι ἴσα ἴσα, ποὺ θέλω νὰ σοῦ πῶ… Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ἐγγυηθῶ, ὅτι δὲ θὰ λείπη ἀπὸ τὰ χείλη σου τὸ γέλιο κι ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἡ χαρά… ἄ, ὄχι, ὄχι…
  ―Μὰ γιατί;
―Γιατί;… Δὲ σὲ ἄφησε λοιπὸν ἡ ἀγάπη ποὺ μοῦ ἔχεις νὰ τὸ σκεφτῆς ποτέ;… Καὶ τί μπορῶ τάχα νὰ σοῦ κάνω ἐγώ, ὅταν θὰ ἔρχεται ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψη; Ποιός ξέρει ἂν δὲ θὰμὲ θέλης, γιὰ νὰ πληρώνης πάντα γιατροὺς καὶ γιατρικά; Ποιός σοῦ εἶπε, ὅτι μαζί μου δὲ θὰ δοκιμάσης ποτὲ ἀγωνία βασάνου σὲ δικαστήριο; Ποιός σοῦ εἶπε ἂν μ’ ἐμένα θὰ εὕρης τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὴν ἀδελφικὴ φιλία, ἐκείνη ποὺ θέλεις; Ποιός σοῦ ὑποσχέθηκε, ὅτι μαζί μου θ’ ἀπολαύσης τὶς χάρες τῆς καλῆς καρδιᾶς, τοῦ φωτισμένου μυαλοῦ, τῆς καθαρῆς συνείδησης; Ποιός σὲ βεβαίωσε ὅτι στὸ σπίτι σου θὰ βασιλεύη ἡ τιμή, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ ἁρμονία;… Ἄ! πόσο στάθηκες, παιδάκι μου, ἀπατημένος! Γύρεψες ἀπὸ μένα ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ ζητήσης ἀπὸ τὴν Εὐτυχία.
―Ἀπὸ τὴν Εὐτυχία… ψιθύρισε τὸ παιδάκι μὲ ἀπελπισμένη φωνή.
―Μάλιστα, ἀπὸ τὴν Εὐτυχία. Καὶ πῶς; δὲν τὴν ξέρεις; εἶναι ἕνα κοριτσάκι μικρὸ αὐτὴ ἡ Εὐτυχία, ὄμορφο, γελαστό, μὲ κάτασπρη ἁπλὴ φορεσιὰ σὰν τὸ χιόνι. Φιλία σταθερὴ μαζὶ της δὲν ἔχομε, γιατὶ μὲ ἀφήνει τὶς περισσότερες φορὲς καὶ πηγαίνει μὲ τὴ «φτώχεια», ὅπως καὶ ἐγὼ πηγαίνω καμιὰ φορὰ μὲ τὴ Δυστυχία. Τί τὰ θέλεις, παιδί μου! Αὐτὴ εἶναι δῶρο ἀληθινὸ καὶ ἀπόλαυση! Τὴν ἀκολουθεῖ σὰ σωματοφυλακὴ ἕνα πλῆθος παιδάκια μὲ γέλια καὶ φωνές, ποὺ γεμίζουν τὸν ἀέρα. Αὐτὴ μονάχη εἶναι ἱκανή, ὅταν σὲ πάρη καὶ σένα στὴν ἀκολουθία της, νὰ σὲ κάνη νὰ μὴ λείπη ἀπὸ τὰ χείλη σου τὸ γέλιο καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἡ χαρά, ἀδιάφορο ἂν θὰ κατοικῆτε στὴν καλύβα ἢ στὸ παλάτι, ἂν θὰ φορῆτε χρυσὰ ἢ κουρέλια.
―Πλοῦτε μου, καλέ μου φίλε, συχώρεσέ με, δὲν τὸ σκέφτηκα. Ἔκανα λάθος. Τὴν Εὐτυχία ἔπρεπε νὰ ζητήσω, τὴν Εὐτυχία ζητοῦσα, τὴν Εὐτυχία ζητῶ. Ἕνα πράμα μονάχα, βλέπεις, μοῦ εἶναι συχωρεμένο νὰ ἔχω, καὶ ἄλλο καλύτερο ἀπὸ τὴν Εὐτυχία δὲν ὑπάρχει… Ἄχ, οὔτε σύ, καλέμου Πλοῦτε! Τὸ βλέπω, τώρα τὸ ἐννοῶ.


―Θέλεις λοιπὸν τὴν Εὐτυχία. Καλά, ἐγὼ φεύγω. Καὶ φεύγω, ἄκουσε, ὄχι γιατὶ δὲ μὲ θέλεις, ἀλλὰ γιατὶ δὲν πρόφτασες νὰ μὲ ζητήσης τὴν κατάλληλη ὥρα. Τί τυχερὸς ποὺ στάθηκες! Ἀλλιώτικα δὲ θὰ ἕφευγα ἀπὸ κοντά σου καὶ θὰ ἦταν περιττὴ κάθε σου μετάνοια… Χαῖρε, εἶπε ὁ Πλοῦτος κι ἐξαφανίστηκε.
Τὸ παιδάκι δόξασε τὸ Θεό. Ἔτσι εἶχε καιρὸ πάλι, τοῦ χρόνου, πιὸ φωτισμένο καὶ πιὸ ἥσυχο, νὰ ἀγρυπνήση τἠν ἴδια νύχτα καὶ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν οὐρανὁ τὴν Εὐτυχία, μονάχα τὴν Ευτυχία!

Κάλαντα Χριστουγέννων από όλη την Ελλάδα

Διαδραστικός χάρτης με κάλαντα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. 

Πατήστε πάνω στην περιοχή που θέλετε και θα ακούσετε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα από αυτή την περιοχή:



Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Ανανεώσιμες και μη πηγές ενέργειας

Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Φυσικής:

Βοηθητικές παρουσιάσεις στο μάθημα της Φυσικής:






Η Φιλική Εταιρεία

Η Ελλάς ευγνωμονούσα
1. Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Ιστορίας:

http://eclass31.weebly.com/uploads/8/3/3/4/8334101/c-kef-1-istoria_st.pdf
3. Ο όρκος των Φιλικών:

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Οι αγώνες των Σουλιωτών

1. Το μάθημα με παρουσίαση:

 

2. Σχεδιάγραμμα του μαθήματος:

 

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Πετρέλαιο, ορυκτοί άνθρακες ή φυσικό αέριο

Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Φυσικής:

http://users.sch.gr/gregzer/F/F-ST/Energeia/FE%20-%2011/index.html

Το δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου σήμερα στην Ευρώπη:

Με κόκκινες γραμμές είναι το δίκτυο που υπάρχει αυτή τη στιγμή, ενώ με πράσινες γραμμές το  δίκτυο που πρόκειται να κατασκευαστεί.

Τα κυριότερα επαναστατικά κινήματα



Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Ιστορίας:


http://eclass31.weebly.com/uploads/8/3/3/4/8334101/b-kef-9-istoria_st.pdf

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Το φυσικό αέριο ως πηγή ενέργειας

Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Φυσικής:

http://users.sch.gr/gregzer/F/F-ST/Energeia/FE%20-%2010/index.html


Ο αγωγός φυσικού αερίου σήμερα στην Ελλάδα

Χάρτης των κυριότερων αγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

Ο Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος) και ο Αδαμάντιος Κοραής

Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Ιστορίας:



Η χάρτα του Ρήγα
http://www.rare-books.gr/eiokones/Map%20Of%20Greece%2080x80cm.jpg

http://eclass31.weebly.com/uploads/8/3/3/4/8334101/b-kef-8-istoria_st.pdf

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Πολυτεχνείο '73

Εικόνες, ποιήματα και χαρακτικά
 Το χρονικό του Πολυτεχνείου
http://users.sch.gr/gregzer/8/Politexneio/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%BF%201973/index.html

Το ιστορικό της εισβολής στο Πολυτεχνείο από την εκπομπή ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ:



Ζωγραφιές για το Πολυτεχνείο:




 

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Η οικονομική ζωή

1. Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Ιστορίας:


2.Το μάθημα με ερωτήσεις:


http://eclass31.weebly.com/uploads/8/3/3/4/8334101/b-kef-5-istoria_st-4.pdf

Οι ορυκτοί άνθρακες ως πηγή ενέργειας

Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Φυσικής:

http://users.sch.gr/gregzer/F/F-ST/Energeia/FE%20-%2008/index.html

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Ορυκτοί άνθρακες - Ένα πολύτιμο στερεό

Βοηθητική παρουσίαση στο μάθημα της Φυσικής:
http://users.sch.gr/gregzer/F/F-ST/Energeia/FE%20-%2007/index.html


Πώς παράγουμε ρεύμα από τον γαιάνθρακα;