Β. Το αόριστο άρθρο
Το αόριστο άρθρο δεν ορίζει κάτι συγκεκριμένο. Αντίθετα, φανερώνει ένα αόριστο
πρόσωπο, ζώο ή πράγμα. Έχει τρεις πτώσεις: ονομαστική, γενική και αιτιατική.
Το αόριστο άρθρο κλίνεται ως εξής:
Είναι οι λέξεις που φανερώνουν πρόσωπα,
ζώα ή πράγματα (αλλά και ενέργεια, κατάσταση ή ιδιότητα).
Για να μπορώ να τα ξεχωρίζω μαθαίνω
απέξω τον παραπάνω κανόνα.
Χωρίζονται σε τρία γένη: αρσενικό (ο πατέρας), θηλυκό (η μητέρα) και ουδέτερο (το παιδί)
Έχουν τέσσερις πτώσεις: ονομαστική, γενική, αιτιατική,
κλητική (ο πατέρας – του πατέρα –τον πατέρα - πατέρα… η μητέρα –της μητέρας
–την μητέρα- μητέρα… το παιδί –του παιδιού –το παιδί- παιδί… ) και δύο αριθμούς: ενικό (η μητέρα) και
πληθυντικό (οι μητέρες).
Κανένα
ουσιαστικό δεν μπορεί να είναι και στα τρία γένη και έτσι ξεχωρίζουμε τα
ουσιαστικά από τα επίθετα (ο ψηλός, η ψηλή, το ψηλό) και τις αντωνυμίες
(εκείνος, εκείνη, εκείνο).
Συνήθως το ουσιαστικό
συνοδεύεται από άρθρο.
3. Τα επίθετα
Τα επίθετα μα λένε τι λογής είναι το ουσιαστικό
που συνήθως συνοδεύουν.
Ξεχωρίζουν εύκολα γιατί έχουν πάντα και
τα τρία γένη: αρσενικό (ο), θηλυκό (η), ουδέτερο (το). Π.χ. ο καλός, η καλή, το
καλό – ο διεθνής, η διεθνής, το διεθνές.
4. Οι αντωνυμίες
Είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε αντί
για κάποιο ουσιαστικό ή επίθετο που δε
θέλουμε να πούμε το όνομά του. Γι’ αυτό άλλωστε λέγονται και αντωνυμίες
(αντωνυμία= αντί+ όνομα (ουσιαστικό και επίθετο).
Για να τις ξεχωρίζουμε εύκολα πρέπει να
μάθουμε απέξω τις περισσότερες από αυτές.
Τα είδη των αντωνυμιών είναι οχτώ (8):
Α. Προσωπικές: Δηλώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου (εγώ, εσύ, αυτός).
Β. Κτητικές: Δείχνουν τον κτήτορα, σε ποιον δηλ. ανήκει κάτι (δικός-η-ο
μου, μου, σου, του, της).
Γ. Αυτοπαθείς: Δείχνουν πως το
πρόσωπο που ενεργεί δέχεται το ίδιο την ενέργεια (τον εαυτό μου, τον εαυτό σου,
τον εαυτό του).
Δ. Οριστικές: Ξεχωρίζουν κάτι από άλλα του ίδιου είδους (ίδιος,
ίδια, ίδιο, μόνος, μόνη, μόνο).
Ε. Δεικτικές: Τις χρησιμοποιούμε για να δείχνουμε (αυτός, -η, -ο,
τούτος , -η, -ο, εκείνος, -η, -ο, τέτοιος , -α, -ο, τόσος, -η, -ο).
ΣΤ. Αναφορικές: Αναφέρονται σε
λέξεις που προηγούνται ή παραλείπονται (που (άκλιτο), ό,τι ( επίσης άκλιτο-έχει
υποδιαστολή για να ξεχωρίζει από τον ειδικό σύνδεσμο ότι), ο οποίος , η οποία,
το οποίο, όποιος, -α, -ο, όσος, -η, -ο).
Ζ. Ερωτηματικές: Τις χρησιμοποιούμε
για να ρωτάμε (τι (άκλιτο), ποιος , -α, -ο, πόσος, -η, -ο).
Η. Αόριστες: Τις χρησιμοποιούμε όταν
δεν ξέρουμε κάτι ή κάποιον (κάποιος, κάποια, κάποιο, ένας, μια, ένα, άλλος,
-η, -ο, κάμποσος, -η, -ο, μερικοί, μερικές, μερικά, κανένας, καμιά, κανένα και τα άκλιτα κάθε, κάτι, καθετί, τίποτε, ο δείνα, ο τάδε).
Είναι οι λέξεις που φανερώνουν πως ένα
πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μια κατάσταση.
Το ξεχωρίζουμε γι’ αυτό εύκολα: είναι
αυτό που δείχνει ότι κάνουμε κάτι ή παθαίνουμε κάτι.
π.χ. γράφω, τραγουδάς,
λούζεται, κοιμάται κλπ.
Το ρήμα έχει:
2 φωνές: ενεργητική και παθητική.
2 συζυγίες: πρώτη (άτονο –ω π.χ. διαβάζω) και τη δεύτερη
(τονισμένο –ώ π.χ. τραγουδώ).
3 εγκλίσεις: οριστική, υποτακτική, προστακτική, αλλά και
απαρέμφατο και μετοχή.
8 χρόνους στην οριστική: παροντικοί: ενεστώτας,
παρακείμενος - παρελθοντικοί: παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος – μελλοντικοί:
εξακολουθητικός μέλλοντας, στιγμιαίος μέλλοντας, συντελεσμένος μέλλοντας.
Η υποτακτική έχει μόνο
ενεστώτα, αόριστο και παρακείμενο, ενώ η προστακτική μόνο ενεστώτα και αόριστο.
2 αριθμούς: ενικό και πληθυντικό.
3 πρόσωπα: πρώτο (εγώ-εμείς), δεύτερο (εσύ – εσείς), τρίτο (αυτός-ή-ό,
αυτοί-ές-ά).
Οι μετοχές είναι δύο ειδών: η ενεργητική
(ή ενεστωτική ή άκλιτη), όσες λέξεις τελειώνουν σε ώντας ή –οντας και η
παθητική (ή μετοχή παθητικού παρακειμένου ή κλιτή), όσες λέξεις τελειώνουν σε –μενος,
-μενη, -μενο.
Αναγνωρίζεται πολύ εύκολα: ενεργητική
μετοχή είναι όλες οι λέξεις που
τελειώνουν σε –οντας ή –ώντας, και παθητική όσες τελειώνουν σε –μενος, μενη, -μενο, ή –μένος, μένη, -μένο.
Τα άλλα 4
μέρη του λόγου είναι πιο εύκολα γιατί δεν κλίνονται:
7. Τα επιρρήματα
Συνήθως συνοδεύουν ρήματα (το
ακολουθούν) και τα προσδιορίζουν.
Είδη επιρρημάτων:
Α) Τοπικά (πού;): Φανερώνουν τόπο: μέσα, έξω, πάνω, κάτω, δεξιά,
αριστερά, ψηλά, χαμηλά, εδώ, εκεί, πουθενά, εμπρός, πίσω, δίπλα, μακριά, κοντά,
πλάι, απέναντι, ανάμεσα, γύρω, παντού, …
Β) Χρονικά (πότε;): Φανερώνουν χρόνο: τώρα, αμέσως, σε λίγο, αργότερα,
συνέχεια, συνεχώς, πάντα, ποτέ, σήμερα, αύριο…
Γ) Τροπικά (πώς;): Φανερώνουν τρόπο: έτσι, αλλιώς, ωραία, άσχημα, κακά,
καλά, ευτυχώς, δυστυχώς, απότομα, ξαφνικά, σιγά, ήρεμα…
Δ) Ποσοτικά (πόσο;): Φανερώνουν ποσό: πολύ, λίγο, ελάχιστα, καθόλου, τόσο,
περισσότερο, λιγότερο, περίπου, σχεδόν, διόλου, αρκετά…
Ε) Βεβαιωτικά: Βεβαιώνουμε κάτι: βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς, ναι,
μάλιστα .
ΣΤ) Αρνητικά: Αρνούμαστε κάτι: όχι, μη(ν), δε(ν), όχι βέβαια .
Ζ) Διστακτικά: Δείχνουμε το δισταγμό μας: ίσως, πιθανόν, άραγε,
τάχα, τάχατε, δήθεν.
Για να τα ξεχωρίζουμε εύκολα μαθαίνουμε
πως όλες οι λέξεις που απαντούν στις ερωτήσεις: πού, πότε, πώς και πόσο ή
επιβεβαιώνουν κάτι ή αρνούμαστε κάτι ή διστάζουμε για κάτι είναι επιρρήματα. Μπορούμε
να μάθουμε μερικά από κάθε κατηγορία και μετά εύκολα βρίσκουμε και τα υπόλοιπα.
Είναι μικρές λεξούλες που μπαίνουν συνήθως
μπροστά από ονόματα ή επιρρήματα.
Είναι η μόνη κατηγορία που για να τις θυμόμαστε
πρέπει να τις μάθουμε απέξω σαν ποιηματάκι:
Προθέσεις είναι οι παρακάτω
δεκατρείς λέξεις: με, σε, για, ως (έως),
προς, κατά, μετά, παρά, αντί(ς), από, δίχως, χωρίς, ίσαμε.
Οι προθέσεις είναι πολύ σημαντικές για τη σύνθεση
γιατί σχηματίζουν πολλά σύνθετα (κυρίως ως πρώτο συνθετικό και ιδιαίτερα οι
αρχαίες προθέσεις).
Καλό είναι λοιπόν να ξέρουμε και τις αρχαίες προθέσεις: διά, εκ - εξ, εν, επί, περί, προ, υπέρ, υπό.
Στα μαθηματικά
χρησιμοποιούνται και οι: συν, πλην,
μείον, επί, δια.
Πολλά ρήματα σχηματίζουν σύνθετα σχεδόν με όλες τις προθέσεις, όπως για
παράδειγμα το ρήμα βάλλω: συμβάλλω,
διαβάλλω, επιβάλλω,, περιβάλλω, υπερβάλλω, υποβάλλω, καταβάλλω, μεταβάλλω κλπ.
Οι σύνδεσμοι (γι’ αυτό ονομάζονται έτσι)
συνδέουν μεταξύ τους λέξεις ή προτάσεις.
Είναι πολύ χρήσιμοι στο συντακτικό, γιατί σχεδόν όλα τα είδη των δευτερευουσών
(εξαρτημένων) προτάσεων εισάγονται (ξεκινούν) με ένα σύνδεσμο. Εάν ξέρουμε το
είδος του συνδέσμου ξέρουμε και το είδος της δευτερεύουσας πρότασης. Για
παράδειγμα εάν ξεκινά μια πρόταση με το ότι,
που είναι ειδικός σύνδεσμος, τότε έχω μια
ειδική πρόταση.
Για να τους θυμόμαστε πρέπει τους περισσότερους
να τους μάθουμε απέξω.
Τα είδη των συνδέσμων
Α. Συμπλεκτικοί: και (κι), ούτε, μήτε,
ουδέ, μηδέ.
Β. Διαχωριστικοί: ή, είτε.
Γ. Αντιθετικοί: μα, αλλά, παρά,
όμως, ωστόσο, ενώ, αν και, μολονότι, μόνο.
Δ. Συμπερασματικοί: λοιπόν, ώστε, άρα,
επομένως, που.
Ε. Επεξηγηματικός: δηλαδή.
ΣΤ. Ειδικοί: πως, που, ότι.
Ζ. Χρονικοί: όταν, σαν, ενώ, καθώς,
αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, ωσότου, όποτε, όσο που, όποτε.
Η. Αιτιολογικοί: γιατί, επειδή, αφού
(και το ποιητικό τι).
Θ. Υποθετικοί: αν (εάν), σαν, άμα.
Ι. Τελικοί: να, για να.
ΙΑ. Αποτελεσματικοί: ώστε, που.
ΙΒ. Διστακτικοί: μη(ν), μήπως.
ΙΓ. Συγκριτικός: παρά.
Στους συνδέσμους κατατάσσονται και τα
μόρια: ας, θα, να, μα, για.
10. Τα επιφωνήματα
Είναι μονοσύλλαβες λέξεις που φανερώνουν
θαυμασμό, πόνο, απορία, ευχή, δηλαδή συναισθήματα.
Ξεχωρίζουν εύκολα γιατί συνήθως
συνοδεύονται από ένα θαυμαστικό (!):
Έτσι τα επιφωνήματα
φανερώνουν:
·
θαυμασμό: α! ποπό! ω! μπα!
·
πόνος, λύπη: αχ! α! όχου! άου! οχ! αλί! αλίμονο!
·
περίπαιγμα: ε! ου! αχαχούχα!
·
ευχή: είθε! μακάρι! άμποτε!
·
στεναχώρια, αηδία: ε! ου! ουφ! πουφ! πα πα πα!
·
παρακίνηση: άντε! άμε! μαρς! αλτ! στοπ! σουτ! στ! αέρα!